του Άρη Μαραβά

Με νέο γύρο εμπορικών επιθέσεων, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ εγκαινιάζει τον Αύγουστο του 2025 με ένα σχέδιο άμεσης πίεσης, οικονομικού εκβιασμού και ιμπεριαλιστικής επιβολής εις βάρος των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων -όργανο της πιο επιθετικής μερίδας του χρηματιστικού και βιομηχανικού κεφαλαίου- αξιοποιεί το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας» και τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό για πρώτες ύλες, στρατιωτικό εξοπλισμό και ενεργειακή πρόσβαση, για να επανατοποθετήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο κέντρο μιας παγκόσμιας, αντιδραστικής εμπορικής τάξης πραγμάτων.

Οι νέες κυρώσεις και δασμοί δεν αποτελούν απλώς τεχνικά μέτρα διαπραγμάτευσης· είναι πολιτικά εργαλεία ταξικού και γεωπολιτικού καταναγκασμού, που στρέφονται τόσο ενάντια σε καπιταλιστικά κράτη που απειλούν την ηγεμονία των ΗΠΑ, όσο και κυρίως ενάντια στις εργατικές τάξεις αυτών των χωρών, τις οποίες το αμερικανικό κεφάλαιο επιχειρεί να υποτάξει μέσα από την οικονομική ασφυξία και την αποσταθεροποίηση.

Πίσω από το φαινομενικό δίλημμα μεταξύ «ελεύθερου εμπορίου» και «προστατευτισμού» κρύβεται η στρατηγική του ιμπεριαλισμού, που επιδιώκει να διατηρήσει την κερδοφορία των μονοπωλίων, να ελέγξει τις αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς, να ελέγξει τις αγορές, τις επενδύσεις και τα καθεστώτα. Η πολιτική Τραμπ δεν είναι καμιά παρέκκλιση από τη «φιλελεύθερη τάξη» – είναι η φυσική της εξέλιξη σε συνθήκες κρίσης, πολώσεων και αυξανόμενης αντίστασης των λαών.

Οι δασμοί ενάντια στη Βραζιλία και την Ινδία αποτελούν επίδειξη αυτής της νέας εποχής οικονομικού πολέμου: μια προσπάθεια επιβολής πολιτικής συμμόρφωσης και υποταγής σε όσους δεν ακολουθούν πειθήνια τις στρατηγικές επιταγές της Ουάσιγκτον. Ταυτόχρονα, η περίπτωση της Νότιας Κορέας, που εξαναγκάζεται να υπογράψει συμφωνία εκατοντάδων δισεκατομμυρίων υπέρ των αμερικανικών πολυεθνικών για να μειώσει τους δασμούς, αποδεικνύει ότι ο εμπορικός εκβιασμός δεν γνωρίζει «φίλους» ή «συμμάχους»: μόνο συμφέροντα και ιεραρχήσεις που εξυπηρετούν την αναπαραγωγή της παγκόσμιας κυριαρχίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η εργατική τάξη -τόσο στις ΗΠΑ όσο και παγκόσμια- δεν έχει τίποτα να κερδίσει από την εθνικιστική και ψευδεπίγραφη ρητορική του προστατευτισμού. Αντίθετα, καλείται να πληρώσει το κόστος των πολιτικών αυτών μέσα από πληθωρισμό, αυξήσεις τιμών, απώλεια θέσεων εργασίας και όξυνση των ταξικών ανισοτήτων. Οι δασμοί και οι κυρώσεις, πίσω από τον δήθεν «πατριωτικό» τους μανδύα, δεν είναι παρά όπλα του κεφαλαίου στον αγώνα του ενάντια στην εργατική τάξη, διεθνώς.

Καθήκον των επαναστατών μαρξιστών είναι να αποκαλύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα των «οικονομικών μέτρων» ως μέρους ενός συνολικού ιμπεριαλιστικού σχεδίου διαχείρισης της κρίσης. Να οικοδομήσουν ένα διεθνιστικό εργατικό κίνημα, που δεν θα ευθυγραμμίζεται με την «εθνική οικονομία» και τους «τοπικούς βιομήχανους», αλλά θα δίνει τη μάχη ενάντια σε κάθε αστική τάξη, σε κάθε κράτος, σε κάθε πολυεθνική που επιτίθεται στα δικαιώματα και στη ζωή των λαών.

Ο εμπορικός πόλεμος ως εργαλείο του ιμπεριαλισμού

Το προφίλ της «αντισυστημικής» πολιτικής του Τραμπ καταρρέει μπροστά στην ωμή πραγματικότητα: ο αμερικανικός προστατευτισμός δεν είναι παρά η οικονομική προέκταση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας του κεφαλαίου. Όσοι παρουσίαζαν τον Τραμπ ως «αντισυστημικό πατριώτη» που υπερασπίζεται τον «ξεχασμένο Αμερικανό εργάτη» αποκαλύπτονται: δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για έναν ιμπεριαλιστή μεγαλοεπιχειρηματία στην υπηρεσία των πιο επιθετικών μερίδων της χρηματιστικής και βιομηχανικής ολιγαρχίας των ΗΠΑ.

Ο δασμός 50% στις εξαγωγές της Βραζιλίας δεν στοχεύει στην υποτιθέμενη προστασία της αμερικανικής παραγωγής, αλλά στη σαφή πολιτική τιμωρία της κυβέρνησης Λούλα για την απομάκρυνσή της από την αγκαλιά των ΗΠΑ και την εχθρική στάση της απέναντι στον στενό σύμμαχο του Τραμπ, Ζαΐρ Μπολσονάρο — έναν νεοφασίστα πρώην πρόεδρο που διώκεται δικαστικά για εγκλήματα κατά του λαού του. Η «εθνική ασφάλεια» εδώ, όπως και πάντα, είναι μια κούφια ρητορική φόβου: ένα εργαλείο νομιμοποίησης της εξωτερικής επέμβασης και του οικονομικού στραγγαλισμού χωρών που δεν ευθυγραμμίζονται με τις γεωπολιτικές επιταγές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Αντίστοιχα, στην περίπτωση της Ινδίας, η επιβολή δασμού 25% και η απειλή περαιτέρω κυρώσεων δεν αφορούν τη «δίκαιη εμπορική αντιπαλότητα», αλλά τη συνεχή πίεση στο Νέο Δελχί να σταματήσει κάθε ενεργειακή, στρατιωτική και τεχνολογική συνεργασία με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ επιχειρούν να επιβάλουν ένα καθεστώς οικονομικού εξαναγκασμού, χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης την εξάρτηση από την αμερικανική αγορά. Αυτή η πρακτική αποδεικνύει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν βασίζεται σε “ελεύθερο εμπόριο” και “ίσο ανταγωνισμό” αλλά σε σχέσεις εξάρτησης και ιεραρχίας μεταξύ κυρίαρχων και εξαρτημένων οικονομιών.

Στην περίπτωση της Νότιας Κορέας, ο εκβιασμός των ΗΠΑ πέτυχε: οι Κορεάτες καπιταλιστές, ανίκανοι ή απρόθυμοι να συγκρουστούν με την “αυτοκρατορία”, υπογράφουν μια συμφωνία παράδοσης. Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο επιβολής δασμών 25%, η Σεούλ δέχεται μείωση στο 15% με αντάλλαγμα 350 δισ. δολάρια επενδύσεων σε ελεγχόμενα από ΗΠΑ περιουσιακά στοιχεία και 100 δισ. σε εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων από τις ΗΠΑ — δηλαδή μια ταπείνωση και μια ξεκάθαρη υπαγωγή της οικονομικής κυριαρχίας της χώρας στις ανάγκες του αμερικανικού κεφαλαίου. Παράλληλα, η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς της Κορέας για τα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα των ΗΠΑ φανερώνει την ταξική συμφωνία ανάμεσα στην κορεατική αστική τάξη και την ιμπεριαλιστική ηγεμονία: να επιβιώσουν ως υπηρέτες της παγκόσμιας αγοράς, θυσιάζοντας τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Ποιος πληρώνει την τιμή του “America First”;

Η ρητορική του Τραμπ για «προστασία των Αμερικανών εργατών» και «βιομηχανική αναγέννηση» είναι μια επικοινωνιακή απάτη. Πίσω από τα συνθήματα κρύβεται η ταξική αλήθεια: οι μόνοι που ωφελούνται από την πολιτική των δασμών και των εμπορικών εκβιασμών είναι τα μονοπώλια, οι πολυεθνικές, οι πολεμικές βιομηχανίες, οι ενεργειακοί γίγαντες, οι τραπεζίτες και οι κερδοσκόποι. Οι εργαζόμενοι -είτε στις ΗΠΑ είτε στις χώρες-στόχους- υφίστανται τις συνέπειες: αύξηση των τιμών, απολύσεις, περικοπές, κλείσιμο επιχειρήσεων, εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης και αύξηση της επισφάλειας.

Οι «εμπορικοί πόλεμοι» δεν είναι τεχνικές οικονομικές διαφορές· είναι μορφές σύγχρονης ταξικής βίας με παγκόσμιο χαρακτήρα, όπου τα κράτη-ιμπεριαλιστές χρησιμοποιούν τους δασμούς, τις κυρώσεις, τα δάνεια και τις επενδύσεις ως όπλα για να υποτάξουν τις περιφερειακές καπιταλιστικές οικονομίες και, κυρίως, να εξουδετερώσουν τις εξεγερσιακές δυνατότητες των λαών.

Η πολιτική του Τραμπ δεν είναι εκτροπή από τη δημοκρατία, όπως ισχυρίζεται η φιλελεύθερη κεντροαριστερά· είναι η αναμενόμενη και λογική εξέλιξη της καπιταλιστικής εξουσίας σε συνθήκες κρίσης, αυξανόμενου ανταγωνισμού και κοινωνικής ανασφάλειας. Το κράτος, στον καπιταλισμό, δεν είναι ουδέτερος ρυθμιστής αλλά εργαλείο της αστικής τάξης — και είτε κυβερνούν φιλελεύθεροι είτε ακροδεξιοί, ο στόχος είναι ίδιος: η διατήρηση και διεύρυνση της κυριαρχίας του κεφαλαίου με κάθε μέσο.

Ενάντια στους δασμούς, ενάντια στο κεφάλαιο: Ταξικός διεθνισμός

Η απάντηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η ψευδαισθητική καταφυγή στην εθνική «αμυντική» ρητορική, που ανακυκλώνει τον μύθο της «πατριωτικής οικονομίας» ή του «παραγωγικού εθνικού καπιταλισμού». Ούτε μπορεί να βασίζεται στην αναμονή κάποιου επόμενου εκλογικού γύρου ή στην αυταπάτη ότι η εναλλαγή κυβερνήσεων -από δεξιούς σε κεντρώους ή «φιλελεύθερους»- μπορεί να μεταβάλει ουσιαστικά τη δομή και τη φύση του παγκόσμιου εμπορικού ιμπεριαλισμού.

Η προσδοκία για «δικαιότερους» όρους στην παγκόσμια αγορά είναι μια αυταπάτη που συντηρεί την παθητικότητα της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει «καλός καπιταλισμός». Δεν υπάρχουν «προοδευτικοί δασμοί» ούτε «ηθικά κίνητρα» στις διεθνείς συμφωνίες εμπορίου. Το ίδιο το σύστημα -με τη λογική του κέρδους, του ανταγωνισμού, της υπερσυσσώρευσης και της γεωπολιτικής κυριαρχίας- είναι αυτό που γεννά Τραμπ, προστατευτισμό, δασμούς, κυρώσεις και πολέμους και τις συνθήκες για έναν τρίτο θερμοπυρηνικό παγκόσμιο πόλεμο.

Το πρόβλημα δεν είναι ο Τραμπ. Το πρόβλημα είναι το σύστημα που γεννάει Τραμπ. Ένα σύστημα όπου η καπιταλιστική τάξη, όταν αισθάνεται ότι απειλείται, μετατρέπεται από «δημοκρατική» σε φασιστική, από φιλελεύθερη σε κατασταλτική, από παγκοσμιοποιημένη σε εθνικιστική — χωρίς να αλλάζει ουσία. Είτε με Μπάιντεν, είτε με Τραμπ, είτε με Μακρόν, είτε με Όρμπαν, η οικονομία παραμένει στα χέρια των καπιταλιστών, και το κράτος υπηρετεί το κεφάλαιο.

Ο καπιταλισμός δεν μπορεί και δεν θέλει να εξασφαλίσει δίκαιο εμπόριο, βιώσιμη ανάπτυξη, ειρήνη μεταξύ των λαών, εργασία και αξιοπρέπεια για τους προλετάριους. Δεν μπορεί, γιατί βασίζεται στην εκμετάλλευση, στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στην ανισότητα μεταξύ εθνών και τάξεων. Δεν θέλει, γιατί ο ανταγωνισμός και η κυριαρχία είναι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ύπαρξής του.

Η μόνη διέξοδος είναι η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, σε κάθε χώρα, σε κάθε ήπειρο. Είναι η απαλλοτρίωση των μονοπωλίων, των πολυεθνικών, των τραπεζών, η εθνικοποίηση του εξωτερικού εμπορίου υπό εργατικό έλεγχο, ο σχεδιασμός της παραγωγής και της ανταλλαγής προϊόντων με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τα επιχειρηματικά κέρδη.

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ένα νέο επαναστατικό διεθνιστικό εργατικό κίνημα — που δεν θα προσδένεται στις εθνικές αστικές τάξεις, δεν θα πέφτει στην παγίδα των «εθνικών προτεραιοτήτων», ούτε θα συνθηκολογεί με τους εκμεταλλευτές στο όνομα της «εθνικής οικονομίας». Ένα κίνημα που θα παλεύει ταυτόχρονα ενάντια στην «δική του» αστική τάξη και ενάντια στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς· που θα ενοποιεί τους εργαζόμενους όλων των χωρών κάτω από κοινά επαναστατικά καθήκοντα.

Χρειαζόμαστε σοσιαλιστικά κόμματα νέου τύπου, όχι μεταρρυθμιστικά υποκατάστατα της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά επαναστατικές πρωτοπορίες, ριζωμένες μέσα στην εργατική τάξη, στις ζώνες παραγωγής, στα συνδικάτα, στους φοιτητικούς χώρους και τις γειτονιές της φτώχειας. Πρωτοπορίες που θα οικοδομήσουν το παγκόσμιο κόμμα της επανάστασης – την 4η Διεθνή.