του Άρη Μαραβά

 Η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο πάνω στην πύλη του Βρανδεμβούργου

Ο εορτασμός της επετείου της νίκης κατά του φασισμού είναι μια από τις σημαντικές ημερομηνίες του επαναστατικού κινήματος. Σήμερα φαίνεται να αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία. Ο φασισμός σήμερα, όμως, κατά τη «δημοκρατική» Δύση είναι άλλος. Αυτή τη φορά, ο επιτιθέμενος, σύμφωνα με την πλειοψηφούσα «δημοκρατική» άποψη στη Δύση υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ, είναι η Ρωσία. Η πορεία των γεγονότων φαίνεται να μην… αφήνει επίσης πολλά περιθώρια για μια διαφορετική ερμηνεία: Η Μόσχα παραβίασε το αστικό διεθνές δίκαιο με τον… επιθετικό της πόλεμο κατά της Ουκρανίας. Είναι… δύσκολο να δείξει κανείς κατανόηση, πόσο μάλλον αντιφασιστική αλληλεγγύη. Δεν έχει καμιά σημασία ότι το καθεστώς Ζελένσκι συνδέεται στενά με ακροδεξιούς παράγοντες, οπαδούς του Χίτλερ και του Μπαντέρα και η ιδεολογία τους έχει γίνει προ πολλού μέρος του κρατικού δόγματος.

Αλλά αυτή η σύγκρουση είναι τόσο απλή όσο θα ήθελε η αστική τάξη στη Δύση και ένας αριθμός «αριστερών» σε Δύση και Ανατολή. Το βασικό κίνητρο που κρύβεται είναι η επιθετική επιδίωξη της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της για ηγεμονία. Σε καμία περίπτωση ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι απλώς μια δευτερεύουσα πτυχή: Αυτός ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων αφορά επίσης την αναθεώρηση της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την αρπαγή από τα χέρια της ΕΣΣΔ, της νίκης που είχε επιτύχει με απίστευτες θυσίες. Μια μάχη για την ιστορία αλλά και το μέλλον της ανθρωπότητας μαίνεται.

Για πρώτη φορά μετά το 1945, το Βερολίνο αντιμετωπίζει ανοιχτά τη Μόσχα ως μέρος του πολέμου. Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονται στις χώρες της Βαλτικής, στα σύνορα με τη Ρωσία. Η ρωσοφοβία οργιάζει και τροφοδοτείται από τα ΜΜΕ, τα μνημεία του Κόκκινου Στρατού βεβηλώνονται σε όλη τη χώρα, η επίδειξη της σοβιετικής σημαίας θεωρείται εξύμνηση του πολέμου και απαγορεύεται με συνοπτικές διαδικασίες. Εν τω μεταξύ, ένας πράσινος υπουργός Εξωτερικών ονειρεύεται να “καταστρέψει” τη Ρωσία σε μια νέα εκστρατεία εξόντωσης.

Η πάλη κατά του φασισμού συνεχίζεται και σήμερα με διάφορες όσο και αντιφατικές μορφές. Παρόλα αυτά σήμερα αξίζει να ευχαριστήσουμε τους απελευθερωτές της φασιστικής λαίλαπας, πάνω απ’ όλα τους στρατιώτες του πολυεθνικού Κόκκινου Στρατού, που έπρεπε να σηκώσουν το κύριο βάρος του πολέμου. Η πάλη μας συνεχίζεται.

Αυτό επίσης φάνηκε όταν αστυνομικοί απέκλεισαν προσωρινά το μνημείο της νίκης του Σοβιετικού Στρατού κατά του φασισμού, στο Πάνκοβ για τους επισκέπτες (Βερολίνο, 8 Μαΐου 2022). Την Κυριακή 8 Μαΐου, την ημέρα της απελευθέρωσης από τον φασισμό, η ανάρτηση της σημαίας της ΕΣΣΔ, η οποία είχε μάτωσε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σημαία από τους Ναζί, είχε απαγορευτεί με διάταγμα για 15 σοβιετικά μνημεία και χώρους μνήμης στην πρωτεύουσα. Η αστυνομία αιτιολόγησε το διάταγμα, το οποίο είναι τόσο αντικομμουνιστικό όσο και ιστορικά αναθεωρητικό με το επιχείρημα ότι η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως… υποστήριξη του ρωσικού επιθετικού πολέμου στην Ουκρανία. Η αγανάκτηση των επισκεπτών στους χώρους μνήμης, ορισμένοι από τους οποίους περιλαμβάνουν τεράστιους τάφους πεσόντων σοβιετικών στρατιωτών, ήταν αντίστοιχα μεγάλη.

Όταν τελικά έφτασε στην περιοχή ο Ουκρανός πρέσβης Μέλνικ, έγινε δεκτός με φωνές “Φύγετε” από δεκάδες διαδηλωτές στην οδό 17ης Ιουνίου. Τέλος, ο Μέλνικ ξεκαθάρισε ότι δεν συμπαθεί τον Κόκκινο Στρατό, φυσικά, αλλά τον συνεργάτη των Ναζί Μπαντέρα. Ο γερουσιαστής Πολιτισμού του Βερολίνου Λέντερερ του Αριστερού Κόμματος εθεάθη επίσης στην εκδήλωση. Ο αριστερός αυτός πολιτικός επέπληξε στη συνέχεια τους διαδηλωτές στο Twitter για τις διαμαρτυρίες τους κατά του Μέλνικ.

Εν τω μεταξύ, στην περιοχή μια διαδήλωση του νεοναζιστικού κόμματος “Ο Τρίτος Δρόμος” με περίπου 50 συμμετέχοντες ξεκίνησε μπροστά από την κοντινή Πύλη του Βρανδεμβούργου και πέρασε από το μνημείο του Ολοκαυτώματος. Το κόμμα ισχυρίζεται ότι ορισμένα από τα μέλη του πολεμούν στις τάξεις του φασιστικού τάγματος “Αζόφ” στην Ουκρανία!

Μάχη στα υπόγεια, για να ξετρυπώσουν τους ναζί στρατιώτες

Η 9η Μαΐου 1945 είναι μια σημαντική μέρα για μας. Αποτελεί την ημέρα μνήμης για συνθηκολόγηση της Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά από δύο μήνες μαχών στο Βερολίνο μεταξύ του Κόκκινου Στρατού και του Ναζιστικού Στρατού. Η λεγόμενη ημέρα “D”, η απόβαση στρατευμάτων από 13 χώρες υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και της Αγγλίας στις γαλλικές παραλίες της Νορμανδίας, έλαβε χώρα ένα χρόνο πριν από τη Γερμανική παράδοση στην ΕΣΣΔ. Ήταν μια συμμαχική στρατιωτική προέλαση που οδήγησε στην απελευθέρωση της Γαλλίας, αλλά όχι σε νίκη επί της Γερμανίας. Η νίκη των ΗΠΑ επί της Ιαπωνίας γιορτάστηκε μόλις στις 15 Αυγούστου 1945 (μετά τη ρίψη των πυρηνικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα).

Όπως είναι γνωστό, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με την σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων το 1939, αλλά σύντομα, ήδη από το 1941, πήρε και τον χαρακτήρα ενός πολέμου κατάκτησης της ΕΣΣΔ από το Γερμανικό Ναζιστικό κράτος. Ο πόλεμος άφησε πίσω του μια πρωτοφανή καταστροφή. Ο αριθμός των νεκρών εκτιμάται ότι έφτασε συνολικά τα 70 έως 85 εκατομμύρια, συνυπολογίζοντας και εκείνους που απεβίωσαν από πείνα και ασθένειες ως άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου, μιλάμε δηλαδή για πάνω από το 3% της ανθρωπότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός, το 1940, υπολογιζόταν σε 2,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους.

Δεκάδες πόλεις έγιναν ερείπια. Πόροι ικανοί να προσφέρουν τροφή, ένδυση, στέγη, υγεία, εκπαίδευση και εργασία για την ανακούφιση της φτώχειας χρησιμοποιήθηκαν για καθαρά καταστροφικούς σκοπούς. Το περιβάλλον, σε πολλά μέρη με δάση και καλλιεργήσιμες περιοχές μετατράπηκε σε στάχτη. Η καταστροφή αυτή επηρέασε την ανθρώπινη συμπεριφορά με εκτεταμένη βία και συστηματικές σφαγές πληθυσμών. Η δολοφονία αναπτύχθηκε σε βιομηχανική κλίμακα. Παραδείγματα αυτού φυσικά ήταν τα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και ο βομβαρδισμός της Γερμανικής πόλης της Δρέσδης και οι δύο ατομικές βόμβες που έπεσαν στην ηττημένη πια Ιαπωνία.

Οι δομικές ρίζες αυτής της καταστροφής, όπως έχει ειπωθεί από αρκετούς Μαρξιστές ιστορικούς ήταν ήδη παρούσες στον ίδιο τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο ιμπεριαλισμός αναβαθμίζει τον ανταγωνισμό σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο και αποκτά όλο και περισσότερο στρατιωτικο-οικονομική διάσταση με τη διαίρεση του κόσμου μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τα κράτη και οι ένοπλες δυνάμεις τους συμμετέχουν στις διαμάχες μεταξύ ισχυρών βιομηχανικών και οικονομικών ομίλων. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι ήταν και είναι προϊόν της τάσης του ιμπεριαλιστικού συστήματος για επιθετικό επεκτατισμό.

Μετά τον πρώτο ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο (1914-1918), η νίκη της Μπολσεβίκικης Επανάστασης και του Κόκκινου Στρατού, που δημιουργήθηκε και καθοδηγήθηκε από τον Τρότσκι, ενάντια στην εισβολή στην ΕΣΣΔ από έναν στρατιωτικό συνασπισμό 14 χωρών, απέτρεψε την αποκατάσταση του καπιταλισμού στη Ρωσία. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν υπήρξαν νέες νίκες αποδυνάμωσε το σοβιετικό προλεταριάτο. Το εργατικό κράτος (απαλλοτρίωση της αστικής τάξης, μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και σχεδιασμένη οικονομία) επιβίωσε, αλλά σε παραμορφωμένη μορφή, με την εμφάνιση της εξουσίας της γραφειοκρατίας και της πολιτικής της έκφρασης: του σταλινισμού.

Στην πραγματικότητα, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν ένας αγώνας μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού, όπως έχει ειπωθεί από πολλούς αστούς ιστορικούς, αλλά ένας αγώνας μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την παγκόσμια ηγεμονία. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δεν διέφερε από τους άλλους ιμπεριαλισμούς: όλοι φέρουν το βάρος των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Ωστόσο, ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, παρά την ταπεινωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών, σύντομα ανέκαμψε από την ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, βοηθούμενος από το ενδιαφέρον των μεγάλων μονοπωλίων και των άλλων δυτικών ιμπεριαλισμών να συντρίψουν τη σοσιαλιστική επανάσταση τόσο στην ίδια τη Γερμανία (1919 και 1923) καθώς και στη συνέχεια να εισβάλουν στην ΕΣΣΔ. Υπό τη σημαία του ναζισμού, η χώρα σύντομα έγινε και πάλι μια πολύ ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη από ό,τι στον πρώτο μεγάλο πόλεμο και εξαπέλυσε τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε με την κατάληψη της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939, αμέσως μετά την υπογραφή του περιβόητου συμφώνου μεταξύ Χίτλερ και του Στάλιν οκτώ ημέρες νωρίτερα.

Στόχος του ναζιστικού αλλά και όχι μόνο ιμπεριαλισμού ήταν να καταστρέψει το σοβιετικό εργατικό κράτος: το 70% των ναζιστικών ενόπλων δυνάμεων και άλλα τρία εκατομμύρια στρατιώτες αναπτύχθηκαν κατά της ΕΣΣΔ. Στο υπόλοιπο μέτωπο, ο Χίτλερ κέρδιζε εύκολα τον πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη, με νίκες στην Ολλανδία και τη Γαλλία το 1940. Τότε ήταν που η ναζιστική στρατιωτική μηχανή στράφηκε το 1941 στον κεντρικό της στόχο: την καταστροφή του σοβιετικού εργατικού κράτους, που σήμαινε μια μεγάλης κλίμακας αντεπανάσταση. Στις 22 Ιουνίου 1941 ξεκίνησε η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Προκειμένου να καταστρέψει τον Κόκκινο Στρατό, ο Χίτλερ επιστράτευσε τουλάχιστον 152 γερμανικές μεραρχίες, συμπεριλαμβανομένων 19 μεραρχιών πάντσερ και 15 μηχανοκίνητων μεραρχιών πεζικού, καθώς και 15 φινλανδικές και 14 ρουμανικές μεραρχίες. Όσον αφορά τον εξοπλισμό, οι γερμανικές δυνάμεις ανέρχονταν σε περίπου 3.350 άρματα μάχης, 7.200 πυροβόλα και 2.770 αεροσκάφη, τα οποία αντιπροσώπευαν το 65% της αεροπορίας του μετώπου.

Για τη Σοβιετική Ένωση ήταν μια απίστευτη καταστροφή. Μια καταστροφή που θα μπορούσε να αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό. Παρόλο που διέθεταν 39.000 κανόνια και όλμους, περισσότερα από 9.000 αεροσκάφη και 11.000 τεθωρακισμένα, μετά την πρώτη εβδομάδα των μαχών, είχαν απομείνει ελάχιστα. Το 1935 ο Κόκκινος στρατηγός Τουχατσέφσκι είχε στείλει προειδοποιητικό υπόμνημα για την προετοιμασία των Ναζιστικών δυνάμεων για πόλεμο κατά της  Σοβιετικής Ένωσης, επιμένοντας ότι η ΕΣΣΔ θα έπρεπε να εξοπλιστεί με εντατικούς ρυθμούς. Όμως, η ηγεσία υπό τον Στάλιν τον αγνόησε… Άλλωστε μετά από λίγο ο «Τούχα» θα εκτελούνταν στις περιβόητες δίκες της Μόσχας ως… «αντεπαναστάτης και φασίστας».

Η γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941, σε συνδυασμό με το Σταλινικό σαμποτάζ πάνω στον Κόκκινο Στρατό (εκκαθάριση των στρατηγών του, άρνηση προετοιμασίας της χώρας για τη γερμανική επίθεση και παρεμπόδιση της αντίστασης τις πρώτες ημέρες της εισβολής), οδήγησε ουσιαστικά στην καταστροφή της ΕΣΣΔ το 1941, όπως δείχνει και ο Κοτζιόλα στο βιβλίο του για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κόκκινοι στρατιώτες πανηγυρίζουν για τη νίκη By Bundesarchiv, Bild 183-E0406-0022-018 / CC-BY-SA 3.0, CC BY-SA 3.0 de, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=5362316

Ωστόσο, μετά από μια σειρά κολοσσιαίων ηττών, οι Σοβιετικοί σταμάτησαν τους Ναζί στις πύλες της Μόσχας σε μια μάχη που διήρκεσε επίσημα από τις 30 Σεπτεμβρίου 1941 έως τις 20 Απριλίου 1942, παρά τον υπερβολικό αριθμό λαθών του Στάλιν. Ο Χίτλερ, σε μια εκδήλωση στο Βερολίνο στις 4 Οκτωβρίου 1941, ισχυρίστηκε μάλιστα ότι η προέλαση προς τη Μόσχα θα βρισκόταν στα τελευταία της στάδια, ότι θα ήταν η μεγαλύτερη μάχη στην ιστορία και ότι, αφού πεθάνει, ο… σοβιετικός δράκος δεν θα αναστηθεί ποτέ ξανά. Μια επιχειρηματολογία που δεν διέφερε και πολύ από ό,τι επιθυμούσαν και πίστευαν πολλές «δημοκρατικές» χώρες. Το κόστος ήταν εξαιρετικά υψηλό για τον Κόκκινο Στρατό: 1.896.500 απώλειες μεταξύ νεκρών, αγνοουμένων, αιχμαλώτων και νοσηλευομένων. Είναι σημαντικό επίσης ότι λόγω της μεταχείρισης των Σοβιετικών κρατουμένων από τους Ναζί, οι περισσότεροι από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο.

Η στρατηγική καμπή όμως ήρθε με την ήττα των Ναζί στο Στάλινγκραντ τον Φεβρουάριο του 1943. Αν είχε νικήσει ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός θα είχε ενισχυθεί τόσο στρατηγικά όσο και οικονομικά, με δυνατότητες να εξαπολύσει επίθεση εναντίον της Μόσχας, της Μέσης Ανατολής και ακόμη και της Βρετανίας. Ωστόσο, από την πανίσχυρη ναζιστική 6η Στρατιά και την 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά των 330.000 ανδρών, παρέμειναν μόνο 91.000 πεινασμένοι και εξαντλημένοι στρατιώτες, μεταξύ των οποίων 22 στρατηγοί που παραδόθηκαν στις 2 Φεβρουαρίου 1943. Αυτή η σοβιετική νίκη εδραιώθηκε με μια άλλη στη μεγαλύτερη αναμέτρηση τεθωρακισμένων σε πόλεμο: τη μάχη του Κουρσκ, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου 1943. Μετά από αυτό το γεγονός, ο Χίτλερ δεν ήταν πλέον σε θέση να οργανώσει μια μεγάλη επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ, περιοριζόμενος μόνο σε αμυντικές μάχες για να αναβάλει την τελική ήττα. Από στρατιωτική άποψη, η ήττα του Ναζιστικού στρατού στη Σοβιετική Ένωση ήταν καθοριστική για την πτώση του Τρίτου Ράιχ, διότι κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού καλοκαιριού του 1942, η Γερμανική ανώτατη διοίκηση είχε συγκεντρώσει το 70% του δυναμικού των ενόπλων δυνάμεών της εναντίον της ΕΣΣΔ, δηλαδή 179 μεραρχίες, χωρίς να υπολογίζει τις 71 μεραρχίες των συμμάχων της (22 ρουμανικές, 14 φινλανδικές, 10 ιταλικές, 13 ουγγρικές, 1 σλοβακική και 1 ισπανική μεραρχία). Έτσι, εκείνο το καλοκαίρι, 250 μεραρχίες -περίπου 3 εκατομμύρια άνδρες- πολεμούσαν κατά των σοβιετικών δυνάμεων.

Τα καλύτερα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονταν στο Ανατολικό Μέτωπο και όχι στη Δύση, επιπλέον, ο Κόκκινος Στρατός προκάλεσε το 75% των απωλειών του στρατού του Τρίτου Ράιχ στον πόλεμο. Στην προσπάθεια να διαστρεβλωθεί η θεμελιώδης σημασία του Κόκκινου Στρατού για το τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας, δημιουργήθηκε η μυθολογία ότι η γερμανική ήττα προκλήθηκε από τους αριθμούς και όχι από την ικανότητα, ότι η σοβιετική νίκη επιτεύχθηκε με το τίμημα ποταμών αίματος, ενώ οι ναζιστές στρατηγοί και στρατάρχες θεοποιήθηκαν επειδή πολέμησαν με λίγα μέσα και πολλή ευφυΐα και θα μπορούσαν να είχαν νικήσει, αν δεν υπήρχε η καταστροφική ηγεσία του Χίτλερ. Αυτή η επιχειρηματολογία συναντιέται τόσο σε ακροδεξιούς ιστορικούς όσο και σε φιλελεύθερους και δημοκράτες που θαυμάζουν το γερμανικό στρατό αλλά μισούν τους… Κόκκινους.

Στην πραγματικότητα, η νικηφόρα πορεία του Κόκκινου Στρατού ήταν ένα γεγονός με επαναστατικές συνέπειες, που ξεπερνούσε τη στρατιωτική πτυχή. Ο Βασίλι Τσουϊκόφ, ο στρατάρχης που διοικούσε τις σοβιετικές δυνάμεις κατά την εξόντωση του Τρίτου Ράιχ, περιγράφει αυτό το προοδευτικό κίνημα ως εξής:

Η κόκκινη σημαία υψώνεται στο Βερολίνο.

«Οι νίκες του σοβιετικού στρατού βοήθησαν τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση στις κατεχόμενες από τους Ναζί ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτόν τον αγώνα πρωτοστάτησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα και άλλα εργατικά κόμματα, τα οποία ένωσαν εκατοντάδες χιλιάδες πατριώτες. Καθώς ο σοβιετικός στρατός προέλαυνε… το αντιφασιστικό κίνημα έγινε πιο ενεργό στις δορυφορικές χώρες της Γερμανίας. Στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, η εξέγερση και οι εθνικοαπελευθερωτικοί στρατοί αυξήθηκαν αριθμητικά. Εκείνο το καλοκαίρι οι βουλγαρικές μονάδες των παρτιζάνων αριθμούσαν περίπου 30.000 μαχητές, οι οποίοι ακινητοποίησαν τον μοναρχικό στρατό. Τον Μάιο σχηματίστηκε το Ουγγρικό Μέτωπο, με πρωτοβουλία των κομμουνιστών της Ουγγαρίας, και στη Ρουμανία σχηματίστηκε ένα εθνικοδημοκρατικό μπλοκ, το οποίο οργάνωσε μια αντιφασιστική ένοπλη εξέγερση.

Στη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και την Ελλάδα, υπό την ηγεσία των κομμουνιστών, οι αντάρτες πολέμησαν πολύ γενναία εναντίον των φασιστών εισβολέων σε μάχες που κράτησαν 19 φασιστικές μεραρχίες απασχολημένες και ακινητοποιημένες.

Ο πολωνικός λαός, ανεξάρτητα από την προδοτική πολιτική του Mikolajczyk και της εξόριστης κυβέρνησής του, ενέτεινε τον ένοπλο αγώνα κατά των ναζιστών εισβολέων».

Η σημαία της ΕΣΣΔ που τον Μάιο του 1945 κυμάτιζε στο Βερολίνο σήμαινε τη νίκη των επιτευγμάτων της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, παρά τη σταλινική παραμόρφωση και τη ναζιστική βαρβαρότητα. Η ήττα του Τρίτου Ράιχ άνοιξε χειραφετητικές δυνατότητες για ολόκληρη την ανθρωπότητα, από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στα καταπιεσμένα έθνη μέχρι τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα αλλά και ριζικές επαναστατικές αλλαγές στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η νίκη επί του ναζισμού δεν ήταν έργο του ρωσικού εθνικισμού, όπως θέλουν να παρουσιάζουν αστοί θεωρητικοί -κατά καιρούς και οι κρατικοκαπιταλιστές- αλλά του προλεταριάτου της Σοβιετικής Ένωσης, οπλισμένου εναντίον του μεγαλύτερου τέρατος που δημιούργησε ποτέ ο ιμπεριαλισμός εναντίον του κομμουνισμού: τον ναζιστικό φασισμό. Η νίκη εναντίον του Χίτλερ, εκείνη την εποχή, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη νίκη του παγκόσμιου προλεταριάτου μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων.