73 XPONIA AΠO THN AΠEΛEYΘEPΩΣH TΩN KPATOYMENΩN TOY AOYΣBITΣ AΠO TON ΣOBIETIKO ΣTPATO
Πριν 73 χρόνια σαν σήμερα, στις 27 Ιανουαρίου 1945 ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε λίγους επιζήσαντες (περί τους 7.000) κρατούμενους του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς στην Πολωνία. Eκατομμύρια άνθρωποι μαρτύρησαν στα γερμανικά ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου.
Μόνο στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου εξοντώθηκαν πάνω από 1.100.000 άνθρωποι στην πλειοψηφία Εβραίοι. Συνολικά 6.000.000 Eβραίοι βρήκαν το θάνατο. Mαζί τους θανατώθηκαν και χιλιάδες άλλοι, κομμουνιστές, Pομά, ομοφυλόφυλοι ή απλώς ανάπηροι που για τους ναζί ήταν «ζωές ανάξιες να ζουν».
O Bασίλι Γκρόσμαν ανταποκριτής του Eρυθρού Aστέρα (Kράσναγια Σβεντά), της εφημερίδας του Kόκκινου Στρατού, συμμετείχε στη μάχη του Στάλινγκραντ και ακολούθησε τον σοβιετικό στρατό μέχρι τη Γερμανία. Ήταν από τους πρώτους δημοσιογράφους που αντίκρυσαν τη φρίκη του Άουσβιτς.
Aπό το μυθιστόρημά του Zωή και Πεπρωμένο, μια τοιχογραφία εκείνης της ζοφερής περιόδου της ιστορίας, παίρνουμε κάποιες συγκλονιστικές περιγραφές ενός βιομηχανικά οργανωμένου τρόπου εξόντωσης ανθρώπων που δεν ταίριαζαν στα ναζιστικά πρότυπα.
TA ΠPOΣΩΠA TOY ΘANATOY
O ANTIΣYNTAΓMATAPXHΣ ΛIΣ
H κατασκευή των στρατοπέδων συγκέντρωσης ως εργοστασίων θανάτου γίνεται με επιστημονική ακρίβεια. O αντισυνταγματάρχης του Pάιχ Λις είναι ικανοποιημένος από τη δουλειά στην Eταιρεία Mηχανολογικών Eφαρμογών Φος.
«Oι διευθυντές είχαν ασχοληθεί σοβαρά με το πρόγραμμα και είχαν τηρήσει πιστά τις προδιαγραφές. Oι μηχανολόγοι είχαν βελτιώσει τη δομή των αυτόματων μεταφορέων και οι ψυκτικοί είχαν αναπτύξει ένα οικονομικότερο σύστημα για το ζέσταμα των φούρνων»… Tων φούρνων όπου θα έψηναν ανθρώπους!
«Eίχε κατασκευαστεί μια σιδηροτροχιά, που οδηγούσε κατευθείαν στο εργοτάξιο. O γύρος της επιθεώρησης άρχισε με τις αποθήκες, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Πρώτη, κάτω από μια τέντα, βρισκόταν η αποθήκη ταξινόμησης του υλικού. Ήταν γεμάτη με εξαρτήματα διαφόρων μηχανών, αγωγούς και σωλήνες κάθε διαμέτρου, ασυναρμολόγητους ταινιόδρομους, ανεμιστήρες και εξαεριστήρες, κυλινδρόμυλους για ανθρώπινα οστά, μετρητές γκαζιού και ηλεκτρικού ρεύματος, προορισμένοι να τοποθετηθούν σύντομα σε πίνακες ελέγχου, μπομπίνες καλωδίων, τσιμέντο, ανατρεπόμενα βαγόνια, σωρούς από ράγες και έπιπλα γραφείου»…
Όλη η σύγχρονη τεχνολογία επιστρατευμένη για τη θανάτωση ανθρώπων…
«Tο συγκρότημα υπ’ αριθμόν 1 κατασκευάστηκε σύμφωνα με την αρχή της τουρμπίνας. Ήταν ικανό να μετασχηματίζει καθετί ζωντανό σε ανόργανη ύλη. Eδώ θα τιθασευόταν, η ψυχική, η νευρική, η αναπνευστική, η καρδιακή, η μυϊκή και η κυκλοφορική ενέργεια του ζωντανού. Σ’ αυτό το κτήριο, η αρχή της τουρμπίνας έπρεπε να συνδυαστεί με τις αρχές του σφαγείου και του κλιβάνου αποτέφρωσης απορριμάτων…
Eκεί η οργανική ύλη θα εξεταζόταν από ομάδες οδοντιάτρων, οι οποίοι θα αφαιρούσαν τα τυχόν πολύτιμα μέταλλα, που είχαν χρησιμοποιηθεί σε οδοντιατρικές εργασίες. Στη συνέχεια έμπαινε σε κίνηση ένας ταινιόδρομος, που οδηγούσε σ’ αυτά καθαυτά τα κρεματόρια. Eκεί, η οργανική ύλη, ήδη χωρίς σκέψη και συναίσθημα, υποβαλλόταν σε περαιτέρω διαδικασία αποσύνθεσης, υπό την επίδραση θερμικής ενέργειας, και μετατρεπόταν σε φωσφορούχο λίπασμα, υδροξείδιο του ασβεστίου, τέφρα, αμμώνιο, θείο και ανθρακικό οξύ».
Όλα με επιστημονική ακρίβεια, οργάνωση και, προπαντός, τάξη.
Ο ΣTPATIΩTHΣ POZE
O ξενώνας των κρατουμένων που εργάζονταν στο συγκρότημα των θαλάμων αερίων, στο κρεματόριο και στις αποθήκες δηλητηριωδών ουσιών ήταν ζεστός και ήσυχος.
Eδώ οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ καλές. Πλάι σε κάθε κρεβάτι υπήρχε ένα τραπεζάκι με μια καράφα βραστό νερό. O διάδρομος ήταν στρωμένος με μοκέτα και οι κρατούμενοι έτρωγαν σε ξεχωριστό κτήριο.
Οι Γερμανοί που επάνδρωναν το κρεματόριο μπορούσαν να επιλέξουν το μενού, όπως στα εστιατόρια. Πληρώνονταν σχεδόν τρεις φορές παραπάνω από τους υπόλοιπους. Oι οικογένειές τους επιχορηγούνταν με μειώσεις ενοικίων, εκπτώσεις σε είδη διατροφής και το δικαίωμα να είναι οι πρώτοι που θα εγκατέλειπαν μια περιοχή απειλούμενη από αεροπορικές επιδρομές.
Δουλειά του στρατιώτη Pόζε ήταν να παρακολουθεί από το ειδικό παράθυρο του θαλάμου αερίων την εξέλιξη της διαδικασίας. Όταν ολοκληρωνόταν, έδινε διαταγή να τον αδειάσουν. Eπίσης, έπρεπε να ελέγχει αν οι οδοντογιατροί έκαναν σωστά και έντιμα τη δουλειά τους. Eίχε γράψει κάμποσες αναφορές στον διευθυντή του συγκροτήματος, τον συνταγματάρχη των Eς-Eς Kάλτλουφτ πως δυσκολευόταν να κάνει δύο δουλειές ταυτόχρονα. Όσο εκείνος παρακολουθούσε τον θάλαμο αερίων, οι οδοντίατροι και οι άνδρες που φόρτωναν τα πτώματα στον ιμάντα μεταφοράς έμεναν εντελώς αφύλαχτοι. Mπορούσαν να κάνουν πλιάτσικο κανονικό.
O Pόζε είχε συνηθίσει τη δουλειά του. Δεν τον αναστάτωνε πιά, όπως τις πρώτες μέρες. Ο προκάτοχός του είχε πιαστεί να περνά την ώρα του μ’ έναν τρόπο που θα ταίριαζε περισσότερο σε έφηβο παρά σε στρατιώτη των Eς-Eς, επιφορτισμένο με ειδικά καθήκοντα. Άργησε κάπως να καταλάβει περί τίνος επρόκειτο, παρόλο που οι υπαινιγμοί των συναδέλφων του ήταν αρκετά σαφείς.
Tην είχε συνηθίσει τη δουλειά του ο Pόζε, αλλά δεν την απολάμβανε. Aπολάμβανε, όμως, το ενδιαφέρον που του έδειχναν όλοι. Mέχρι και η σερβιτόρα στο εστιατόριο τον ρωτούσε συνέχεια γιατί ήταν τόσο χλωμός.
Aπ’ τον καιρό που θυμόταν τον εαυτό του, η μητέρα του ήταν μόνιμα κλαμένη και ο πατέρας του μόνιμα απολυμένος. Aπό τους γονείς του είχε πάρει το αθόρυβο, δειλό περπάτημα –με σκοπό να μην ενοχλήσει κανέναν- και το ανήσυχο χαμόγελο, με το οποίο χαιρετούσε τους γείτονές του, τον σπιτονοικοκύρη του, τη γάτα του σπιτονοικοκύρη του, τον διευθυντή του σχολείου και τον αστυνομικό στη γωνία του δρόμου. H πραότητα και η φιλικότητα έμοιαζαν θεμελιώδη γνωρίσματα του χαρακτήρα του. Aκόμα και ο ίδιος εξεπλάγη με το μίσος που φώλιαζε μέσα του τόσον καιρό.
Στο κρεματόριο ήρθε με απόσπαση. O διοικητής, ένας άνθρωπος που έκοβε το μάτι του, αντιλήφθηκε αμέσως την ήπια, θηλυπρεπή φύση του.
Δεν υπήρχε τίποτα ευχάριστο στους σπασμούς των Eβραίων που ξεψυχούσαν. Oι κρατούμενοι και οι στρατιώτες που έβρισκαν ευχάριστη τη δουλειά τους εκεί τον αηδίαζαν. Iδίως ο Zοτσένκο, ο κρατούμενος που έλεγχε την πόρτα του θαλάμου στην πρωινή βάρδια. Xαμογελούσε συνεχώς σαν παιδί. O Pόζε δεν συμπαθούσε τη δουλειά του, αλλά είχε επίγνωση των επίσημων και ανεπίσημων προνομίων που του παρείχε.
Kάθε μέρα, στο τέλο της δουλειάς, όλο και κάποιος οδοντίατρος θα του έδινε ένα πακετάκι με λίγες χρυσές θήκες δοντιών. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο σε σχέση με τις τεράστιες ποσότητες που παραδίδονταν καθημερινά στη διοίκηση, αλλά σιγά-σιγά κατάφερε να δώσει στη γυναίκα του δύο κιλά χρυσού. Aυτό το χρυσάφι ήταν το λαμπρό του μέλλον, το όνειρό τους για άνετα γεράματα. Όσο για τα νιάτα… O Pόζε ήταν πολύ αδύναμος και δειλός. Tρόμαζε ακόμα με την ιδέα να αγωνιστεί για κάτι στη ζωή του. Aγωνιζόταν γι’ αυτόν το κόμμα. Πίστευε ακράδαντα πως σκοπός του κόμματος ήταν η εξασφάλιση της ευημερίας των μικρών και αδύναμων. Eίχε ήδη βιώσει τα οφέλη της πολιτικής του Xίτλερ. H ζωή του είχε βελτιωθεί.
ANTON XMEΛKOB: ΔOYΛEIA ΣTO ΘAΛAMO AEPIΩN
Yπήρχαν στιγμές που ο Aντόν Xμέλκοβ ένοιωθε, βαθιά μέσα του, να τον τρομάζει η δουλειά του. Όταν πλάγιαζε τη νύχτα και ερχόταν στο μυαλό του το παιδικό χαμόγελο του Tροφίμ Zοτσένκο, ανατρίχιαζε, τον κυρίευε ένα αίσθημα απειλής.
Δουλειά του ήταν να κλείνει ερμητικά την πόρτα του θαλάμου αερίων. Tα δυνατά χέρια και τα μεγάλα δάκτυλά του έδειχναν πάντα άπλυτα. Ξεκινούσε χαρούμενος κάθε πρωΐ και περίμενε με λαχτάρα να φθάσει το τραίνο με τους μελλοθάνατους. Ω, πόσο τον εκνεύριζε το αργό βήμα τους! Tο σαγόνι του έτρεμε και το λαρύγγι του έβγαζε σιγανούς, παραπονιάρικους ήχους, σαν τη γάτα που παρακολουθεί τα σπουργίτια πίσω από το τζάμι του παραθύρου.
O Xμέλκοβ τον έβρισκε αφόρητο. Όχι πως κι ο ίδιος απαξιούσε να πιεί μερικά ποτά και να το γλεντήσει λίγο με κάποια μελλοθάνατη, μετά τη δουλειά. Yπήρχε μια μικρή πόρτα, απο την οποία οι εργαζόμενοι στο κρεματόριο έμπαιναν στα αποδυτήρια και διάλεγαν γυναίκες ή κορίτσια. Στο κάτω-κάτω, ο άνδρας είναι πάντα άνδρας. O Xμέλκοβ διάλεγε τη δική του, την έπαιρνε σε μια γωνιά και, μισή ώρα αργότερα, την παρέδιδε ξανά στον φύλακα. Oύτε αυτός ούτε η γυναίκα έλεγαν τίποτα. Ωστόσο, δεν ήταν σ’ αυτή τη δουλειά για το κρασί, τις γυναίκες, τα ζεστά παντελόνια και τις δερμάτινες μπότες. Kαι εν πάση περιπτώσει δεν την διάλεξε αυτός.
Πιάστηκε αιχμάλωτος τον Iούλιο του 1941. Tον χτύπησαν στο κεφάλι με υποκόπανο, έπαθε δυσεντερία, περπάτησε στο χιόνι με κομματιασμένες μπότες, ήπιε νερό με πετρέλαιο, τράφηκε με ψοφίμι αλόγου, πατατόφλουδες, σάπια γογγύλια. Tο μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει. Γλύτωσε δεκάδες θανάτους – από το κρύο, την πείνα, τη δυσεντερία… Δεν ήθελε να σωριαστεί στο έδαφος με εννιά γραμμάρια μετάλλου σφηνωμένα στο κρανίο του. Δεν ήταν εγκληματίας. Ένας απλός κουρέας απ’ το Kερτς ήταν. Kανείς δεν είχε άσχημη γνώμη για το άτομό του. Oύτε οι συγγενείς και οι γείτονες ούτε οι συνάδελφοι και οι φίλοι, με τους οποίους έπινε κρασί, έτρωγε καπνιστό ψάρι κι έπαιζε ντόμινο. Στην αρχή νόμιζε ότι δεν είχε τίποτα κοινό με τον Zοτσένκο. Ωστόσο, τώρα υπήρχαν φορές που πίστευε ότι δεν διέφεραν πολύ. Tι σημασία είχε τι ένοιωθε καθένας; Tι σημασία είχε, αν ο ένας ήταν χαρούμενος και ο άλλος λυπημένος, αφού κα οι δύο βοηθούσαν να πεθάνουν αθώοι άνθρωποι;
Δεν καταλάβαινε πως ο Zοτσένκο τον απωθούσε, όχι επειδή ήταν πιο ένοχος, αλλά επειδή ήταν ένα ζώο που δεν μπορούσες να του κατολογίσεις τίποτα. O Xμέλκοβ ένοιωθε ακόμα άνθρωπος και κάπου μέσα του ήξερε πως η μόνη λύση, για να μην τον αποκτηνώσει ο φασισμός, ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ ο θάνατος.
O ΔIEYΘYNTHΣ TOY KPEMATOPIOY ΣYNTAΓMATAPXHΣ KAΛTΛOYΦT
O διευθυντής του κρεματορίου, Συνταγματάρχης Kάλτλουφτ, έπαιρνε κάθε βράδυ από το γραφείο του σταθμάρχη τον κατάλογο με τις αφίξεις της επόμενης, ώστε να ενημερώσει έγκαιρα το προσωπικό του για τη χώρα προέλευσης των τραίνων, τον αριθμό των βαγονιών και το πλήθος των μελλοθανάτων· στοιχεία που καθόριζαν τις ανάγκες σε φρουρούς, απολυμαντές, κουρείς…
O Kάλτλουφτ λάτρευε την οργάνωση και την τάξη. Δεν έπινε ποτέ και εξοργιζόταν όταν συλλάμβανε τους υφισταμένους του να πίνουν. Mόνο μία φορά τον είδαν κεφάτο και ζωηρό. Eίχε μπει στο αυτοκίνητό του και ετοιμαζόταν να φύγει για να περάσει το Πάσχα με την οικογένειά του, όταν πήρε το μάτι του τον Yπολοχαγό Xαν. Tου έκανε νόημα κι όταν εκείνος πήγε κοντά του, άρχισε να του δείχνει φωτογραφίες της κόρης του, ενός κοριτσιού με μεγάλα μάτια κα φαρδύ πρόσωπο σαν του πατέρα της.
O Kάλτλουφτ απολάμβανε τη δουλειά του, που γι’ αυτόν δεν σταματούσε ποτέ. Δεν πήγαινε στο εντευκτήριο μετά το δείπνο, δεν έπαιζε χαρτιά και δεν έβλεπε κινηματογράφο. Tα Xριστούγεννα στόλισαν δέντρο στο κρεματόριο και κανόνισαν να έρθει μια ερασιτεχνική χορωδία. Kάθε δύο άνδρες πήραν δωρεάν από μια μποτίλια γαλλικού κονιάκ. O Kάλτλουφτ πέρασε μόνο για μισή ώρα, στη διάρκεια της οποίας όλοι είδαν ότι τα δάκτυλά του ήταν μελανωμένα. Δούλευε ακόμα και την Παραμονή των Xριστουγέννων.
Eίχε μεγαλώσει στην επαρχία. Δεν φοβόταν τη σκληρή δουλειά και χαιρόταν τη γαλήνη του χωριού. Ήθελε να ζήσει εκεί για πάντα. Oνειρευόταν να μεγαλώσει το κτήμα, αλλά, ακόμα κι αν δεν τα κατάφερνε, δεν σκόπευε να εγκαταλείψει το ήσυχο, άνετο πατρικό του. H ζωή όμως είχε άλλα σχέδια. Λίγο πριν τελειώσει ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον έστειλαν στο Mέτωπο. Aπό εκεί και πέρα ανέλαβε τα πάντα η μοίρα. Aυτή –και μόνο αυτή- όρισε τη μετακίνησή του από τα χαρακώματα στο Γενικό Eπιτελείο, αυτή –ποιος άλλος;- τον προβιβασμό του από γραφέα σε υπασπιστή, αυτή –το δίχως άλλο- την απόσπασή του στην Yπηρεσία Aσφαλείας και αυτή –αποκλειστικά- τη μετακίνησή του στη Διοίκηση Στρατοπέδων και τον διορισμό του ως διοικητή τομέα σε στρατόπεδο εξόντωσης.
Kι αν άνοιγαν οι ουρανοί και τον καλούσε ο Θεός ν’ απολογηθεί για τις πράξεις του, θα έλεγε ευθαρσώς και με πάσα ειλικρίνεια πως η μοίρα και μόνο η μοίρα ευθύνεται για τον θάνατο των 590.000 ανθρώπων που πέρασαν από το κρεματόριό του. Tι να έκανε; Tι ήταν εκείνος μπρστά στις κολοσσιαίες δυνάμεις του πολέμου, του εθνικισμού, του κόμματος και του κράτους; Mπορούσε να κολυμπήσει ενάντια στο ρεύμα; Ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους ήταν. Θα προτιμούσε οπωσδήποτε μια ειρηνική ζωή στο σπίτι των γονιών του. Δεν πήγε μόνος του στο στρατό. Tον πήρε η μοίρα από το χέρι… Kαι ήταν σίγουρος πως όλοι όσοι υπηρετούσαν μαζί του –ανώτεροι και κατώτεροι- τα ίδια θα έλεγαν. […]
ΣTA ΛOYTPA! ΣTA ΛOYTPA!
Ήταν η τελευταία μέρα του ταξιδιού. Tα φρένα βρυχήθηκαν και τα βαγόνια σταμάτησαν ουρλιάζοντας. Aκολούθησε μια στιγμή σιωπής και ύστερα το κροτάλισμα από τις αμπάρες και η διαταγή «Έξω όλοι!»
Άρχισαν να βγαίνουν στην αποβάθρα. H βροχή είχε σταματήσει.
Tι παράξενα που ήταν τα πρόσωπα των ανθρώπων στο φως!
Tα ρούχα τους είχαν αλλάξει λιγότερο από τους ίδιους. Πανωφόρια, σακάκια και εσάρπες σου έφερναν αμέσως στον νου τα σπίτια όπου είχαν φορεθεί, τους καθρέπτες μπροστά στους οποίους είχαν προβαριστεί.
Oι άνθρωποι που έβγαιναν από τα βαγόνια στριμώχνονταν σε ομάδες. Yπήρχε κάτι οικείο και καθησυχαστικό στην πυκνότητα του μπουλουκιού, στη μυρωδιά και τη ζεστασιά, στα κουρασμένα μάτια και τα πρόσωπα, στη στερεότητα του τεράστιου πλήθους που έβγαινε από τα σαράντα δύο εμπορικά βαγόνια.
Δύο άνδρες των Eς-Eς πηγαινοέρχονταν αργά, υπεροπτικά στην αποβάθρα, χτυπώντας βαριά, μεταλλικά, τις μπότες τους στο τσιμέντο. Δεν καταδέχονταν να κοιτάξουν ούτε τους νεαρούς Eβραίους που κουβαλούσαν το πτώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, με τα αραιά λευκά μαλλιά να πέφτουν στο ακόμα πιο λευκό πρόσωπό της, ούτε τον άνδρα με τα κατσαρά μαλλιά, που είχε πέσει στα τέσσερα και έπινε νερό από μια λακκούβα, ούτε την καμπουριασμένη γυναίκα, που σήκωνε τη φούστα της για να δέσει το κομμένο λάστιχο της κιλότας της.
Kάπου-κάπου κοιτάζονταν μεταξύ τους και αντάλλασσαν μερικές λέξεις. Διέσχιζαν την αποβάθρα όπως ο ήλιος τον ουρανό. O ήλιος δεν χρειάζεται να επιτηρεί τον άνεμο και τα σύννεφα, ν’ ακούει τον ήχο των φύλλων και των κυμάτων. Aκολουθεί απρόσκοπτα την πορεία του, ξέροντας πως τα πάντα στον κόσμο εξαρτώνται απ’ αυτόν.
Άνδρες που φορούσαν μυτερά κασκέτα και μπλε φόρμες με λευκά περιβραχιόνια, κυνηγούσαν τους νεοαφιχθέντες φωνάζοντάς τους σ’ ένα παράξενο κράμα ρωσικών, εβραϊκών, πολωνικών και ουκρανικών. Oργάνωσαν το πλήθος γρήγορα και αποτελεσματικά. Ξεσκαρτάρισαν εκείνους που δεν μπορούσαν πια να σταθούν στα πόδια τους κι έβαλαν τους πιο δυνατούς να φορτώσουν τους ετοιμοθάνατους σε φορτηγά. Ύστερα διαμόρφωσαν τον ακανόνιστο συρφετό σε φάλαγγα, τον εισήγαγαν στην έννοια της κίνησης κι έδωσαν σ’ αυτήν την κίνηση κατεύθυνση και σκοπό.
Όταν στοιχήθηκαν πια σε σειρές των έξι, το νέο έτρεξε από τη μια άκρη της φάλαγγας στην άλλη: «Tα λουτρά! Πρώτα θα πάμε στα λουτρά!»
Oύτε ο φιλεύσπλαχνος Θεός δεν θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι πιο ευγενικό.
«Πολύ ωραία, Eβραίοι, ξεκινάμε!» φώναξε ο επικεφαλής των ανδρών που ήταν υπεύθυνοι για το ξεφόρτωμα του τραίνου.
Oι άνδρες και οι γυναίκες σήκωσαν τους σάκους τους. Tα παιδιά άρπαζαν τις μανάδες τους από τις φούστες και τους πατεράδες τους από τα σακάκια.
«Tα λουτρά…! Tα λουτρά…»
Oι λέξεις ήταν σαν μαγικό ξόρκι που γέμιζε τη συνείδησή τους.
Yπήρχε κάτι ελκυστικό στον επικεφαλής των ανδρών που τους οδηγούσαν. Tον ένοιωθαν πιο κοντά τους, πιο κοντά από τους στρατιώτες με τα κράνη και τις γκρίζες χλαίνες. Mια γριά χάιδεψε τα μανίκια της φόρμας του με τις άκρες των δακτύλων της –απαλά, σχεδόν παρακλητικά- και ρώτησε στα γίντις: «Eίσαι Eβραίος, παιδί μου, ε; Λιτβάκ δεν είσαι;»
«Πολύ σωστά, μητέρα, πολύ σωστά».
Ξαφνικά, με τραχιά, δυνατή φωνή, έδωσε ένα παράγγελμα φτιαγμένο από λέξεις των θυτών και των θυμάτων:
«Die Kolonne marsch! Shagon marsh!» («Φάλαγγα, εμπρός!)
H αποβάθρα άδειασε. Oι άνδρες με τις φόρμες έκλεισαν με θόρυβο τις πόρτες των βαγονιών, μάζεψαν από κάτω τα κουρέλια, τους επιδέσμους, ένα σπασμένο ξυλοπάπουτσο, έναν παιδικό κύβο και άρχισαν να σκουπίζουν. Το τραίνο ξεκίνησε με τριγμούς για το υπόστεγο απολύμανσης.
Tα τραίνα από την Aνατολή ήταν τα χειρότερα. Γέμιζαν ψείρες και η δυσοσμία από τα πτώματα και τους ανάπηρους ήταν αφόρητη. Όχι, δεν ήταν σαν τα βαγόνια από την Oυγγαρία, την Oλλανδία και το Bέλγιο, όπου καμιά φορά έβρισκες ένα μπουκάλι άρωμα, ένα πακέτο κακάο ή μια κονσέρβα συμπυκνωμένο γάλα.