67 χρόνια μετά το Δεκέμβρη του ’44 και οι επίγονοι των τότε ηγεσιών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ που είχαν την ευθύνη για την διεξαγωγή του, εξοβελίζουν στο «πυρ το εξώτερον» την ηρωική αυτή επαναστατική πράξη του λαού της Αθήνας. Απ’ την πλευρά του σταλινικού ΚΚΕ, όταν αναφέρονται στα γεγονότα του Δεκέμβρη και την τραγική κατάληξη τους, αναλώνονται απλά στην απαρίθμηση δήθεν στρατηγικών λαθών που οδήγησαν στην ήττα. Από την πλευρά των λεγόμενων «αναθεωρητών» κάνουν λόγο για «ανεξήγητο λάθος» που οδήγησε το ΚΚΕ και το ΕΑΜικό κίνημα αυτοπαγιδευμένο έξω από την αστική νομιμότητα μην επιτρέποντάς του έτσι να παίξει ρόλο στην τότε «κεντρική πολιτική σκηνή» που γι’ αυτούς είναι η σκηνή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Είναι όμως έτσι; Υπήρξε όντως θέληση για κατάληψη της εξουσίας με τα όπλα από την ηγεσία του ΚΚΕ-ΕΑΜ την περίοδο του Δεκέμβρη; Τα γεγονότα από την εποχή τουλάχιστον της Συμφωνίας του Λιβάνου, μάλλον στο αντίθετο συνηγορούν. Τον Μάιο του 1944 η ΕΑΜική αντιπροσωπεία υπό τον Αλ. Σβώλο αναχωρεί για το Συνέδριο του Λιβάνου με σαφείς και ρητές εντολές από την ΠΕΕΑ να διαπραγματευτεί την συμμετοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα αναλάμβανε τις τύχες της χώρας εν όψει της επικειμένης απελευθέρωσης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Στέφανος Σαράφης στα απομνημονεύματα του: «Πριν ξεκινήσει η αποστολή, έγινε συνεδρίαση της ΠΕΕΑ όπου καθορίστηκαν οι εντολές της αντιπροσωπείας και τα όρια των υποχωρήσεων. Σε γενικές γραμμές η ΠΕΕΑ ζητούσε τα μισά υπουργεία με αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης τον καθηγητή Σβώλο, ένα κλιμάκιο της κυβέρνησης να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα, να δημιουργηθεί ενιαίος στρατός υπό αρχιστράτηγο κοινής εμπιστοσύνης και να οριστεί αντιβασιλεία».* Με την ενέργειά της αυτή, η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κάνει ισότιμους συνομιλητές της όλο εκείνο το συρφετό των αστικών πολιτικών κομμάτων που κατέστησαν ουσιαστικά ανύπαρκτα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Προσέφεραν έτσι το δεκανίκι που αναζητούσαν εναγωνίως οι Άγγλοι κι ο παλιός πολιτικός κόσμος που πέθαινε για να συντρίψουν το λαϊκό κίνημα. Ό,τι γκρέμισε ο ένοπλος λαός με το αίμα του το 41-44 ξαναέρχονταν στο προσκήνιο με τη βοήθεια της ανάξιας ηγεσίας του, πιστής στις επιταγές του Ιωσήφ Στάλιν που έχει ήδη διαλύσει και τυπικά την Κομιντέρν, καρικατούρα της 3ης επαναστατικής Διεθνούς του Λένιν και του Τρότσκι. Ας σημειωθεί* ότι πριν διαλυθεί η Κομιντέρν έστειλε οδηγία-εντολή στα ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας που έλεγε ότι: «Η αντίσταση στους κατακτητές θα έχει μόνο εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα.» Η κριτική* στην οποία υπεβλήθησαν οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ στο Λίβανο αφορούσε μόνο την έκταση των υποχωρήσεων που έκαναν και τον αριθμό των Υπουργείων που θα καταλάμβανε το ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Ο Π. Ρούσσος,* μέλος της αντιπροσωπείας, υπερασπιζόμενος ουσιαστικά τη Συμφωνία του Λιβάνου, κάνει λόγο για την «θετική πολιτική της εθνικής ενότητας» γραμμή που είχε η ηγεσία του ΕΑΜ εκείνη την περίοδο, συμπληρώνοντας ότι η σοβιετική πρεσβεία του Καΐρου στην οποία απευθύνθηκαν μαζί με τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη μετά το Συνέδριο, επιδοκίμασε πλήρως τη στάση τους και σύστησε τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Και ο Π. Ρούσσος δεν ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν ο ένας από τους δυο πρώην αντιπροσώπους του ΚΚΕ (ο άλλος ο Ιωαννίδης) στην Κομιντέρν και συνεπώς το μακρύ χέρι του Στάλιν στο Κόμμα. Σαν επιστέγασμα του σκηνικού που στήθηκε στο Λίβανο, έρχεται η συμφωνία της Καζέρτας, τον Σεπτέμβρη του ‘44. Με αυτήν ο ΕΛΑΣ δέχεται να υπαχθεί κάτω από τις διαταγές του Στρατηγού Σκόμπι, ανώτατου διοικητή των Αγγλικών δυνάμεων που θα στέλνονταν στην Ελλάδα. Οι άμεσες συνέπειές της, ήταν ότι ο ΕΛΑΣ καθηλώθηκε μπροστά στην Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα ενώ και ολόκληρη η Πελοπόννησος ξέφευγε από τη δικαιοδοσία του. Έτσι, ενώ ο Άρης εφορμά ακάθεκτος και σαρώνει τις ταγματασφαλίτικες βάσεις σε Καλαμάτα, Μελιγαλά, Γαργαλιάνους και Πύργο, φθάνει στις 27 Σεπτέμβρη του ’44 στην Πελοπόννησο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκπρόσωπος της Κυβέρνησης του Καΐρου που με την ανοχή του ΕΑΜ αναλαμβάνει να επιτύχει κατάπαυση του πυρός σώζοντας παράλληλα τους παραδοθέντες σε Κόρινθο-Τρίπολη ταγματασφαλίτες των Παπαδόγγονα-Μυστακόπουλου μεταφέροντάς τους υπό Αγγλική φρούρηση στην Ύδρα για να αποτελέσουν αργότερα, στα Δεκεμβριανά, εφεδρεία του κράτους των Αθηνών. Την ίδια περίπου περίοδο, ο Στρατάρχης Τολμπούκιν επικεφαλής ογδόντα μεραρχιών του Κόκκινου Στρατού, καταλαμβάνει τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία και παραδόξως σταματά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα χωρίς να παραβιάσει τη μεθόριο έστω και ένα μέτρο, παρόλο που οι Γερμανικές δυνάμεις δεν είχαν ακόμη αποχωρήσει από την Ελλάδα. Η εξήγηση βρίσκεται στην προσωρινή συμφωνία Σοβιετικής Ένωσης – Αγγλίας για τις ζώνες επικυριαρχίας στα Βαλκάνια (Ιούνιος ’44) που θα λάβει μόνιμο χαρακτήρα με τη Συμφωνία της Μόσχας τον Οκτώβρη του ’44. Ο Στάλιν έχει καθορίσει ήδη τη μοίρα της Ελληνικής Επανάστασης, η Ελλάδα βρίσκεται στη ζώνη επιρροής των Άγγλων. Έτσι, ενώ φθάνει η ώρα της απελευθέρωσης και η κυβέρνηση του Καΐρου φθάνει στην πρωτεύουσα, ο ΕΛΑΣ τηρώντας ευλαβικά τους όρους της Καζέρτας, παραμένει αγκυλωμένος στα όρια της Αττικής. Στην Αθήνα παραμένουν μόνο 20.000 μαχητές του ΕΛΑΣ Αθήνας εκ των οποίων μόνο 5.500 ένοπλοι. Αντιθέτως, οι δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας των Μπουραντά-Πλυτζανόπουλου οχυρώνονται ανενόχλητοι σε κεντρικά ξενοδοχεία των Αθηνών ενώ η «Χ» του Γρίβα εγκαθιστά περιφραγμένα στρατόπεδα στο Θησείο και στη Σόλωνος, προβαίνοντας μάλιστα σε συλλήψεις και φόνους ΕΑΜιτών. Θα ακολουθήσει η είσοδος στην Αθήνα των πραιτωριανών της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας στις 9 του Νοέμβρη. Το σκηνικό του Δεκέμβρη έχει στηθεί και η ηγεσία του ΕΑΜ το παρακολουθεί αμήχανα με τους 6 υπουργούς της στην κυβέρνηση Παπανδρέου δεμένους χειροπόδαρα στις διαταγές του Σκόμπι. Οι διαθέσεις των Άγγλων είναι σαφείς. Γράφει ο Τσόρτσιλ σε σημείωμα του (7 Νοέμβρη ’44) προς τον Υπουργό Εξωτερικών του, Άντονι Ήντεν: «Κατά τη γνώμη μου, αφού έχουμε πληρώσει στη Ρωσία το τίμημα για να επιτύχουμε ελεύθερη δράση στην Ελλάδα, δεν πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικές δυνάμεις για να υποστηρίξουμε την βασιλική ελληνική κυβέρνηση υπό τον Παπανδρέου.» Και ο Σκόμπι, αναλαμβάνοντας δράση, διατάσσει την αποστράτευση μέχρι της 7 Δεκέμβρη ’44 όλων των δυνάμεων του ΕΛΑΣ συμπεριλαμβανομένης της Λαϊκής Πολιτοφυλακής. Η μόνη σοβαρή προσπάθεια να μπει φραγμός στα σχέδια των Άγγλων είναι η πρωτοβουλία που πήρε ο Άρης Βελουχιώτης συγκαλώντας σύσκεψη των καπεταναίων των Μεραρχιών του ΕΛΑΣ στη Λαμία στις 17-18 Νοέμβρη ’44. Ο Άρης ζητά απερίφραστα την ταχύτατη κάθοδο των μεγάλων μονάδων του ΕΛΑΣ στην Αθήνα για την κατάληψή της. Προσκρούει όμως η πρόταση του αυτή στον Μάρκο Βαφειάδη (Διοικητή της Ο.Μ.Μ.) που προτάσσει την κομματική πειθαρχία και ζητά σαφείς εντολές από το Π.Γ. του ΚΚΕ για να κινηθεί. Ποιές ήταν όμως οι προθέσεις του Σιάντου και της ηγεσίας του ΚΚΕ; Ασφαλώς, όχι η κατάληψη της εξουσίας με τα όπλα, όπως θα παραδεχθεί ο ίδιος μετά τη Βάρκιζα, αλλά μια μάχη οπισθοφυλακής που θα χρησίμευε σαν μέσο πίεσης στους Άγγλους για μετάβαση σε δημοκρατική ομαλότητα! Άλλωστε, αν ήθελε την εξουσία, θα μπορούσε να το κάνει εύκολα τον Αύγουστο του ’44 καλύπτοντας με τον όγκο των 100.000 μαχητών του το κενό που άφηναν οι αποχωρούντες Γερμανοί. Οι κινήσεις του Σιάντου είναι τραγελαφικές. Καταρχήν πετά στον κάλαθο των αχρήστων το σχέδιο για κατάληψη της Αθήνας που είχε καταρτίσει ο εξαίρετος επιτελικός αξιωματικός του γενικού αρχηγείου του ΕΛΑΣ Θόδωρος Μακρίδης (Έκτορας). Ανασυγκροτεί το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ τοποθετώντας τον εαυτό του Αρχιστράτηγο πλαισιωμένο από δυο γηραλέους απότακτους αξιωματικούς του ’35 τους Χατζημιχάλη και Μάντεκα. Τέλος σκορπίζει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στέλνοντας τον Άρη με τέσσερις μεραρχίες εναντίον του Ζέρβα στην Ήπειρο και δυο μεραρχίες υπό τον Λασσάνη στη Δράμα εναντίον του Τσαούς Αντών. Θα δώσει τη μάχη του Δεκέμβρη με τον σχεδόν άοπλο ΕΛΑΣ της Αθήνας και λίγα τμήματα της Στερεάς και της Πελοποννήσου αφήνοντας μάλιστα τις αγγλικές δυνάμεις να συρρέουν ανενόχλητα στην Αθήνα. Χαρακτηριστικά*, όταν κατά τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη οι Καπετάνιοι του ΕΛΑΣ Ερμής, Λευτεριάς και Μπουκουβάλας ζητούν άδεια να χτυπήσουν τις φάλαγγες των Άγγλων που περνούν μπροστά από τα μάτια τους από την Ελευσίνα και το Μπράλο, ο Σιάντος τους απαντά: «Αφήστε τους να τους λυντσάρει ο λαός της Αθήνας, θα τους αλέσει ο μύλος των Αθηνών.» Άλλωστε προηγουμένως με διάγγελμά του προς το λαό της Αθήνας διακηρύσσει ότι: «Ο αγώνας μας είναι καθαρά εσωτερικός. Οι σύμμαχοι Άγγλοι πρέπει να μείνουν ουδέτεροι και τους βεβαιούμε πως δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο.» Δεν έχει βέβαια τους ίδιους δισταγμούς ως προς τους Τροτσκιστές, Αρχειομαρξιστές και άλλους αντιπολιτευόμενους που σφάζονται σωρηδόν από την ΟΠΛΑ κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη. Η γενική γραμμή του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ ήταν παρατεταμένος αγώνας φθοράς μέσα στην πόλη και αποφυγή αν ήταν δυνατόν της σύγκρουσης με τους Άγγλους. Εξ ου και η διασπορά δυνάμεων σε δευτερεύοντες στόχους (αστυνομικά τμήματα, «Χ» στο Θησείο κλπ) και όχι συγκεντρωτικές επιθέσεις από την πρώτη ώρα στο Γουδί (έδρα της Ορεινής Ταξιαρχίας), στου Μακρυγιάννη (στρατώνες Χωροφυλακής) και στο κέντρο της «Σκομπίας» που φρουρούνταν από Άγγλους. Από την πλευρά λοιπόν του ΚΚΕ όλα δείχνουν ότι η στάση του τον Δεκέμβρη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αιματηρή διαπραγμάτευση με το κράτος και τους Άγγλους που οδήγησε στην προδοτική συμφωνία της Βάρκιζας και κατέστησε τον κόσμο της Αριστεράς δορίκτητο στο έλεος των συμμοριών του Σούρλα, του Μαγγανά και του Κατσαρέα ή των έκτακτων στρατοδικείων. Για τον λαό της Αθήνας όμως που ξεσηκώθηκε σύσσωμος, που ξυπόλητος, πεινασμένος και σχεδόν άοπλος έδωσε με ηρωισμό τη μάχη, ο Δεκέμβρης του ’44 ήταν η πρώτη προλεταριακή Επανάσταση στην Ελλάδα. Ο λαός αυτός που μέσα στο ζόφο της Κατοχής είδε να ζωντανεύει μέσα από το ΕΑΜ το όραμά του για κοινωνική απελευθέρωση, είδε το Δεκέμβρη σαν τη δική του ευκαιρία για έφοδο προς τον ουρανό. Και νικήθηκε μόνο εξαιτίας της προδοτικής στάσης της ανάξιας ηγεσίας του. Στα οδοφράγματα της Καισαριανής, της Κοκκινιάς, του Κολωνού και του Περιστερίου το αίμα των επαναστατών του Δεκέμβρη χύθηκε για κάτι πολύ πιο σπουδαίο από τις ταπεινές επιθυμίες των νάνων ηγετών του, για το πανανθρώπινο στόχο, μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Παραπομπές
1. Σαράφης Στέφανος, ιστορικές αναμνήσεις σελ. 294-300
2. Ζβέτοντζερ Βουκμάνοβιτς (Τέμπο), Revolucija Koja Tece στο ΧΙ κεφάλαιο (βαλκανική συνεργασία)
3. Επιστολή του αντιπροέδρου της ΠΕΕΑ Στρατηγού Ευρ. Μπακιρτζή προς την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στο Λίβανο, αριθμός ΕΠ 74 2 Ιουλίου 1944
4. Πέτρος Ρούσσος, η μεγάλη πενταετία
5. Φοίβος Οικονομίδης, προστάτες