By Bundesarchiv, Bild 183-B28822 / CC-BY-SA 3.0, CC BY-SA 3.0 de, Link

Η επίθεση των ναζί κατά της ΕΣΣΔ

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την γερμανική εφημερίδα der Freitag. Το κείμενο παρουσιάζει τα σχέδια των ναζί για τη Σοβιετική Ένωση, την οποία ήθελαν να μετατρέψουν σε μια μεγάλη αποθήκη προμήθειας τροφίμων και πρώτων υλών για την πολεμική προσπάθεια της Γερμανίας. Ο εκεί (σλαβικός) πληθυσμός ήταν… «περιττός», εξ άλλου, σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία και αυτοί ήταν… «υπάνθρωποι», όπως οι Εβραίοι. Το κείμενο του δημοσιογράφου Lutz Herden καταρρίπτει τα επιχειρήματα των αναθεωρητών της ιστορίας που υποστηρίζουν ότι η επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν εύλογη και δικαιολογημένη καθώς ο Στάλιν σκόπευε να επιτεθεί στη Γερμανία, οπότε η επίθεση των ναζί ήταν πράξη… «προληπτικής άμυνας». Αυτός είναι ένας από τους τρόπους που η αστική ιστοριογραφία προσπαθεί να αθωώσει τον Ναζισμό για τα εγκλήματά του εδώ και οκτώ δεκαετίες. Σημείωση της ΝΠ

Το ναζιστικό κράτος προετοιμάζεται για την εισβολή στην ΕΣΣΔ. Όχι μόνο η ίδια η επίθεση, αλλά και η οικονομική εκμετάλλευση των εδαφών που πρόκειται να κατακτηθούν είναι σχολαστικά σχεδιασμένη.

Lutz Herden| εφημερίδα Der Freitag, τεύχος 13/2021

Από τότε που η Γερμανία ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ευρώπη, τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ έχει προσωρινά παραγκωνιστεί ως ο κύριος ιδεολόγος του καθεστώτος. Πρώτα ηγείται ενός επιτελείου που λεηλατεί πολιτιστικά αγαθά στην Πολωνία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, και στη συνέχεια, στις 20 Απριλίου 1941, ακολουθεί μια πρωτοφανής προαγωγή: ο Ρόζενμπεργκ γίνεται «Επίτροπος του Φύρερ για θέματα Ανατολικής Ευρώπης». Μετά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση στις 22 Ιουνίου του 1941, του επιτρέπεται να αυτοαποκαλείται «Υπουργός του Ράιχ για τα κατεχόμενα ανατολικά εδάφη». Η κεντρική εξουσία που εδρεύει στο Τιεργκάρτεν του Βερολίνου είναι υπεύθυνη για τη μαζική δολοφονία του Εβραϊκού πληθυσμού στις χώρες της Βαλτικής, τη Λευκορωσία και την Ουκρανία, καθώς και για την εκμετάλλευση των κατακτημένων εδαφών. Δεδομένου ότι ο «Μπολσεβίκος αντίπαλος» θα κατακτιόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα σε έναν «παγκόσμιο ιδεολογικό πόλεμο που θα διεξαγόταν ανελέητα», δήλωνε ο Χίτλερ, έπρεπε να διασφαλιστεί ότι (ο Μπολσεβικισμός) δεν θα ανακάμψει ποτέ.

Οι θεσμικές προφυλάξεις και οι αποφάσεις που ελήφθησαν την άνοιξη του 1941 καταρρίπτουν τη θέση περί «προληπτικού πολέμου» κατά του Στάλιν, η οποία εξακολουθεί να διαδίδεται ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η Βέρμαχτ έπρεπε να δράσει στην Ανατολή για να αποτρέψει την επίθεση του Κόκκινου Στρατού. Η Γερμανοσοβιετική σχέση είχε καταρρεύσει μετά το σύμφωνο μη επίθεσης του Αυγούστου 1939. Δεδομένου ότι η Βέρμαχτ δεν μπορούσε να γονατίσει τη Μεγάλη Βρετανία το 1940 και μια εισβολή («Επιχείρηση Θαλάσσιο Λιοντάρι») φαινόταν πολύ επικίνδυνη, η ηγεσία της Μόσχας ήθελε να χτυπήσει το Τρίτο Ράιχ σε μια στιγμή αδυναμίας και στρατηγικής σύγχυσης.

Στην πραγματικότητα, ακόμη και πριν από την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Μολότοφ στο Βερολίνο στις 12 και 13 Νοεμβρίου 1940, για να αποφευχθεί η κατάρρευση των σχέσεων, ο Χίτλερ υπογράφει την οδηγία Φύρερ Νο 18, η οποία αναφέρει: «Ανεξάρτητα από την έκβαση αυτών των συναντήσεων, όλες οι διαταχθείσες προετοιμασίες για την Ανατολή πρέπει να συνεχιστούν. Οι σχετικές οδηγίες θα ακολουθήσουν μόλις μου παρουσιαστούν τα περιγράμματα του επιχειρησιακού σχεδίου του στρατού…». Αφού ο Χίτλερ εγκρίνει το σενάριο ανάπτυξης 3,3 εκατομμυρίων στρατιωτών σε 153 μεραρχίες στα σύνορα με τη Σοβιετική Ένωση, ακολουθούν οι άμεσες εντολές για την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» στις 18 Δεκεμβρίου του 1940. Αυτό συμβαίνει πολύ πριν από τους συνήθεις καλοκαιρινούς ελιγμούς των Σοβιετικών δυνάμεων στις αρχές Ιουνίου 1941 που υποτίθεται ότι οδηγούν τη Ναζιστική ηγεσία να πιστέψει ότι θέλουν να επιτεθούν.

Στην πραγματικότητα, ο Φρανζ Χάλντερ, ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, παρουσίασε σχέδια ήδη από τα τέλη του 1940, σύμφωνα με τα οποία ένας «αιφνιδιαστικός πόλεμος» στην Ανατολή θα έπρεπε να ξεκινήσει το αργότερο στα τέλη Μαΐου και να διαρκέσει το πολύ 16 εβδομάδες. Σε αυτό το διάστημα έπρεπε να κατακτηθεί η γραμμή Αρχάγγελου-Αστραχάν, ώστε να είμαστε ελεύθεροι για την κατάληψη της Μόσχας πριν από την έναρξη του χειμώνα. Αποφασίστηκε ότι η προέλαση θα εξασφάλιζε αμέσως τα οικονομικά λάφυρα. Ένα υπόμνημα σχετικά με τη διάσκεψη των υφυπουργών της κυβέρνησης του Ράιχ με τον αρχιστράτηγο Γκέρινγκ και τον «Επίτροπο Ανατολής» Ρόζενμπεργκ στις 2 Μαΐου 1941 δείχνει ότι ο παγκόσμιος πόλεμος μπορεί να συνεχιστεί μόνο «εάν ολόκληρη η Βέρμαχτ τραφεί από τη Ρωσία κατά το τρίτο έτος του πολέμου». Το πιο σημαντικό είναι «η διάσωση και η απομάκρυνση των ελαιούχων σπόρων, του λαδιού και στη συνέχεια των δημητριακών». Η μοίρα του Σοβιετικού άμαχου πληθυσμού έχει επίσης καταγραφεί: «Αναμφίβολα, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα πεθάνουν από την πείνα αν πάρουμε αυτό που χρειαζόμαστε από τη χώρα».

Οι οικονομικές μονοπωλιακές εταιρείες, οι οποίες ιδρύθηκαν σύμφωνα με ένα διάταγμα του Γκέρινγκ της 27ης Ιουλίου 1941, έπρεπε να φροντίσουν γι’ αυτό. Μεταξύ αυτών μια Κεντρική Εταιρεία Εμπορίου Ανατολικών Αγροτικών Πωλήσεων, μια Ουκρανική Εταιρεία Διανομής Πετρελαίου, μια Χημική Εταιρεία Ανατoλής και μια Ανατολική Εταιρεία Μεταλλευτικών και Μεταλλουργικών Έργων. Οι 13 νέες αρχές, που ονομάζονται Ostgesellschaften για συντομία, βρίσκονται στο κέντρο του Βερολίνου, στο Σαρλτότενμπουργκ και δεν είναι ούτε καμουφλαρισμένες ούτε κάτι που μπορεί να αγνοηθεί. Στις 23 Μαΐου 1941, στο αρχηγείο τους στη Linkstrasse, η Ομάδα Γεωργίας του Ανατολικού Οικονομικού Επιτελείου συμφωνεί ότι η Σοβιετική ζώνη μαύρης γης (δηλαδή οι περίπου 170.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γόνιμες περιοχές καλλιέργειας σιτηρών γύρω από το Κουρσκ, το Λίπετσκ και το Βορονέζ) πρέπει να σφραγιστεί αμέσως μετά την κατοχή. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης, το θέμα ήταν «να αποκομίσουμε τα περισσότερα υλικά πλεονάσματα από αυτούς τους τομείς για εμάς υπό όλες τις συνθήκες». Αυτό θα είχε ως συνέπεια τη «μη τροφοδότηση ολόκληρης της δασικής ζώνης, συμπεριλαμβανομένων των βασικών βιομηχανικών κέντρων της Μόσχας και της Πετρούπολης». Ως αποτέλεσμα, περίπου δέκα εκατομμύρια άνθρωποι σε αυτές τις περιοχές «θα ήταν περιττοί και θα έπρεπε είτε να αποβιώσουν είτε να μεταναστεύσουν στη Σιβηρία».

Αντίστοιχα, o Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Χάλντερ σημείωνε στο ημερολόγιό του στις 30 Μαρτίου 1941: «Η μάχη θα είναι πολύ διαφορετική από τη μάχη στη Δύση. Στην Ανατολή, η σκληρότητα είναι ήπια για το μέλλον». Ο στρατηγός του Χίτλερ, ο οποίος «αποναζιστικοποιήθηκε» το 1945, εργάστηκε για το Γερμανικό Τμήμα Επιχειρησιακής Ιστορίας του Αμερικανικού στρατού για χρόνια μετά και μπόρεσε να ζήσει ανενόχλητος στη Δυτική Γερμανία μέχρι το θάνατό του το 1972. Τον Νοέμβριο του 1941 δεν είχε αντίρρηση για τη «σκληρότητα» που επέδειξε ο στρατηγός Γκέοργκ φον Κούλχερ κοντά στο Λένινγκραντ. Εκεί, 230 γυναίκες πάσχουσες από επιληψία εκτελούνται σε ένα σανατόριο για να δημιουργηθούν καταλύματα για το προσωπικό του Κούλχερ. Ο Χάλντερ σχολιάζει στο αρχηγείο του Φύρερ: «Οι Ρώσοι θεωρούν την ψυχική αδυναμία ιερή… Παρ’ όλα αυτά, η δολοφονία τους είναι απαραίτητη».

Η διακηρυγμένη πρόθεση του επιτιθέμενου να νικήσει το σοβιετικό κράτος συντρίβοντας τα οικονομικά του θεμέλια οδηγεί ομολογουμένως σε ένα δίλημμα. Αυτό που καταστρέφεται λείπει από τη Γερμανική πολεμική οικονομία. Μέχρι τότε, δύσκολα θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα χωρίς τη Σοβιετική Ένωση ως εμπορικό εταίρο. Μόλις στις 10 Ιανουαρίου 1941, το Βερολίνο και η Μόσχα υπέγραψαν εμπορική συμφωνία που υποσχόταν 2,5 εκατομμύρια τόνους σιτηρών, ένα εκατομμύριο τόνους αργού πετρελαίου και παραγώγων πετρελαίου, 100.000 τόνους βαμβάκι, καθώς και μετάλλευμα χρωμίου και μαγγανίου από την Ανατολή. Πρόκειται για πρώτες ύλες στις οποίες η Γερμανία δεν έχει πλέον πρόσβαση εκτός Ευρώπης. Τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουνίου 1941, λίγες ώρες πριν από την έναρξη μιας πρωτοφανούς εκστρατείας εξόντωσης, τα τρένα εξακολουθούσαν να κυλούν προς τα δυτικά μέσω των συνοριακών σταθμών Μπρεστ-Λιτόφσκ και Πρεζμίσλ. Ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να καταλάβει τη μισή Ευρώπη και να διεξάγει πόλεμο κατά της Βρετανίας αν δεν υπήρχαν αυτοί οι πόροι. Η προοπτική ότι δεν θα χρειαστεί να πληρώσει για τίποτα από αυτά -ακόμα και τον Μάιο του 1941, μεταξύ άλλων, εξάγονται μηχανές και κινητήρες αεροσκαφών- ωθεί την έναρξη της «Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα». Ουσιαστικά, η Σοβιετική Ένωση θα μετατρεπόταν σε μια αποθήκη πόρων, η οποία υποβαθμίζεται σε αποικία και στην οποία οι «κατώτεροι λαοί» είναι ανεκτοί στην καλύτερη περίπτωση ως σκλάβοι εργασίας μιας παγκόσμιας Γερμανικής αυτοκρατορίας.

Παρά ταύτα, ο Γκέρινγκ εξέδωσε διαταγή στα τέλη Ιουλίου 1941, έναν μήνα μετά την έναρξη της επίθεσης, με την οποία προέτρεπε «να τεθεί το συντομότερο δυνατόν σε τάξη ολόκληρη η οικονομία στα κατεχόμενα Ρωσικά εδάφη. Υπήρχε ανάγκη για μια σαφή «εστίαση στους τομείς της οικονομίας που ήταν ζωτικής σημασίας για τη Γερμανική πολεμική οικονομία». Ο Γερμανικός ιδιωτικός τομέας ανέλαβε ευχαρίστως την ευθύνη γι’ αυτό, κυρίως η χημική βιομηχανία και ο όμιλος I.G. Farben. Στις 3 Ιανουαρίου 1942, το Γραφείο Δημόσιων Σχέσεων στην Ανατολή σημείωνε σε μια έκθεση προς τα κεντρικά γραφεία του Ομίλου στη Φρανκφούρτη/Μάιν σχετικά με τη συμμετοχή του ότι «για άλλη μια φορά θα πρέπει να αναφερθεί η αρχή ότι η Ανατολή πρέπει να θεωρηθεί ως μια αμιγώς αγροτική χώρα και χώρα πρώτων υλών».

Ο υπουργός προπαγάνδας Γκέμπελς, ειδικότερα, πίεσε τον Χίτλερ τον Απρίλιο του 1941 για τον «υπουργό ανατολής» Ρόζενμπεργκ, για τον οποίο ένα έργο ζωής θα εκπληρωνόταν τελικά όταν ο Μπολσεβικισμός θα κατέρρεε «σαν χάρτινος πύργος». «Και αν έχουμε νικήσει, ποιος θα μας ρωτήσει για τη μέθοδο. Έχουμε ούτως ή άλλως τόσα πολλά στο κεφάλι μας που πρέπει να κερδίσουμε… οπότε ας πιάσουμε δουλειά!».

Μετάφραση Αρ. Μα.