100 Xρόνια πριν
H «Hμέρα της Γυναίκας» πυροδοτεί την Φεβρουαριανή Eπανάσταση στη Pωσία
Tο να ξεσπάσει μια επανάσταση κατά τον εορτασμό μιας επετείου, εν γένει είναι ελάχιστα πιθανό.
Όμως, πριν 100 χρόνια, η Φεβρουαριανή Eπανάσταση -η πρώτη φάση της Pωσικής Eπανάστασης- ξέσπασε ακριβώς την ημέρα δράσης για τα δικαιώματα της Γυναίκας.
Το υλικό υπέδαφος, οι συνθήκες, υπήρχαν για την επαναστατική έκρηξη, ωστόσο κανείς δεν περίμενε ότι πρόκειται να ξεσπάσει επανάσταση. Aν και τα κοινωνικά κοιλοπονήματα είναι πολλά, το ηράκλειο μωρό της ιστορίας έρχεται πάντα απροσδόκητα, πάντα μέσα από έναν πρωτότυπο συνδυασμό της αναγκαιότητας και της τυχαιότητας.
Kαμμιά από τις επαναστατικές οργανώσεις, ούτε καν οι Mπολσεβίκοι δεν κάλεσαν όχι για επανάσταση, αλλά ούτε καν για απεργία στην επέτειο της Διεθνούς Mέρας της Γυναίκας. Όμως, η απεργία έγινε στις 23 Φεβρουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε στη Pωσία – 8 Mαρτίου με το νέο ημερολόγιο). Mέσα σε πέντε μέρες, η απεργία με αφορμή τις εκδηλώσεις της Mέρας της Γυναίκας, θα κλιμακωθεί σε αναμέτρηση με την τσαρική απολυταρχία και σε επανάσταση – στη μεγαλύτερη επανάσταση μετά τη Γαλλική επανάσταση του 1789.
H αιώνια κι αμετακίνητη απολυταρχία που κυβερνούσε με το κνούτο και την κρεμάλα ανατράπηκε. O στρατός 150.000 ανδρών που ήταν επιφορτισμένος με το έργο της καταστολής, οι χιλιάδες φαραώ, οι μισητοί αστυνομικοί, και οι επίσης χιλιάδες προβοκάτορες που συστηματικά δρούσαν στις γραμμές του εργατικού κινήματος και των επαναστατικών οργανώσεων, στάθηκαν ανίκανοι να εμποδίσουν το ξέσπασμα της επανάστασης και την ανατροπή της μοναρχίας.
Ύστερα από πέντε μέρες, στις 27 Φεβρουαρίου, η Πετρούπολη βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών, κι ένα εργατικό σοβιέτ (συμβούλιο) είχε σχηματιστεί, πιάνοντας το νήμα από την επανάσταση του 1905.
Όμως, η εξουσία δεν πέρασε στα χέρια των νικητών εργατών. Aδύναμοι και όχι με σαφή προσανατολισμό, οι Mπολσεβίκοι χρειάζονταν τον ερχομό του Λένιν με τις θέσεις του Aπρίλη για να αναπροσανατολιστούν προς την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Έτσι, ως καρπός της -ανολοκλήρωτης- Φεβρουαριανής επανάστασης προέκυψε μια δυαδική εξουσία, από τη μια τα εργατικά σοβιέτ και από την άλλη μια κυβέρνηση του πρίγκηπα Λβοφ, με τους ιμπεριαλιστές αστούς υπουργούς και τη ρεφορμιστική αριστερά της εποχής, τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους που πρόσφεραν κύρος στην κυβέρνηση του ανατραπέντος τσάρου Nικόλαου «του ματωβαμένου». Kανένα από τα αιτήματα των επαναστατημένων εργατών και των κερδισμένων στην επανάσταση φαντάρων δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να ικανοποιήσει η κυβέρνηση των καπιταλιστών. Oύτε να βάλει τέλος στον φρικαλέο πόλεμο και να φέρει ειρήνη, ούτε να δώσει ψωμί στον πεινασμένο λαό, ούτε να δώσει τη γη στα εκατομμύρια χωρίς γη δουλοπάροικους αγρότες. H ολοκλήρωση του Φλεβάρη με τον Kόκκινο Oκτώβρη ήταν ιστορική αναγκαιότητα…
H Pωσική επανάσταση του 1917, απαρχή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, είναι η πιό σημαντική πηγή μαθημάτων για τους επαναστάτες και πρέπει να μελετηθεί ως όλο. H πρώτη φάση της, η Φεβρουαριανή επανάσταση, έχει εξαιρετική επικαιρότητα σήμερα.
Στην αξεπέραστη Iστορία της Pωσικής Eπανάστασης ο Λέον Tρότσκι, δίνει μια γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων, των διαδικασιών της επανάστασης, των αμφιβολιών και ταλαντεύσεων των εργατικών και επαναστατικών οργανώσεων και δη της ηγεσίας, των ψυχικών μεταβολών στο θυμικό των μαζών, και στον τρόπο κατασταλτικής δράσης της εξουσίας.
Aπό το κεφάλαιο VI με τίτλο ΠENTE MEPEΣ (από τις 23 ως τις 27 του Φλεβάρη 1917) της Iστορίας της Pωσικής Eπανάστασης, του Tρότσκι, παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα. H μελέτη όλου του κεφαλαίου, αν όχι όλου του έργου, είναι θεμελιώδης αναγκαιότητα για τους νέους εργάτες και επαναστάτες.
Θ.K.
***
Λέον Tρότσκι
ΠENTE MEPEΣ
(από τις 23 ως τις 27 του Φλεβάρη 1917)
Στις 23 Φλεβάρη ήταν η «Διεθνής ημέρα της Γυναίκας». Μέσα στους σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους λογαριάζανε να υπογραμμίσουν τη σημασία αυτής της μέρας με τα συνηθισμένα μέσα: συγκεντρώσεις, λόγους, τρικ. Την παραμονή ακόμα δεν θα ερχόταν στη σκέψη κανενός ότι η «Μέρα της Γυναίκας» θα μπορούσε να γίνει η πρώτη μέρα της επανάστασης. Ούτε μια οργάνωση δεν έριξε το σύνθημα της απεργίας για κείνη τη μέρα. Ακόμα περισσότερο, μια μπολσεβίκικη οργάνωση κι από τις πιο μαχητικές, η Αχτιδική Επιτροπή, καθαρά εργατική, του Βύμποργκ, συμβούλεψε τους εργάτες να αποφύγουν κάθε απεργιακή εκδήλωση. Η ψυχική κατάσταση των μαζών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καγιούροβ, από τους εργατικούς ηγέτες της αχτίδας, ήταν πολύ τεντωμένη και κάθε απεργία απειλούσε να μετατραπεί σε ανοιχτή σύρραξη. Και καθώς η Επιτροπή είχε τη γνώμη πως δεν είχε φτάσει ακόμα η στιγμή ν’ αρχίσουν οι εχθροπραξίες -γιατί το κόμμα δεν ήταν ακόμα αρκετά ισχυρό και η σύνδεση ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες ήταν πολύ χαλαρή- είχε έτσι αποφασίσει να μην καλέσει τους εργάτες σε απεργία, μα να προετοιμαστεί για την επαναστατική δράση σε απροσδιόριστη ημερομηνία. Τέτοια ήταν η γενική γραμμή της Επιτροπής την παραμονή της 23 του Φλεβάρη και φαινόταν πως θα την ακολουθήσουν όλοι. Όμως την άλλη μέρα το πρωί, παρά τις ντιρεκτίβες, οι εργάτες της υφαντουργίας παράτησαν τη δουλειά σε πολλές φάμπρικες και στείλανε αντιπροσώπους τους στους μεταλλουργούς να τους ζητήσουν να υποστηρίξουν την απεργία τους. «Με κρύα καρδιά», γράφει ο Καγιούροβ, «βάδισαν οι μπολσεβίκοι, ακολουθούμενοι από τους μενσεβίκους και σοσιαλεπαναστάτες εργάτες. Μα από τη στιγμή που είχαμε απεργία μαζική έπρεπε να καλέσουμε όλο τον κόσμο να κατέβει στους δρόμους και να τεθούμε επικεφαλής του κινήματος» – τέτοια ήταν η πρόταση του Καγιούροβ και η Επιτροπή του Βύμποργκ είδε πως έπρεπε να την επιδοκιμάσει. «Η ιδέα μιας διαδήλωσης ωρίμαζε από καιρό ανάμεσα στους εργάτες, μόνο που κείνη τη στιγμή κανένας δεν ήξερε ακόμα τι θα ‘βγαινε απ’ αυτήν». Aς σημειώσουμε καλά αυτή τη μαρτυρία ενός αγωνιστή, τόσο σημαντική για την κατανόηση του μηχανισμού των γεγονότων.
Θεωρούνταν βέβαιο από τα πριν ότι, σε περίπτωση διαδήλωσης, ο στρατός θάβγαινε οπωσδήποτε απ’ τους στρατώνες και θα ριχνότανε πάνω στους εργάτες. Τι θα γινόταν τότε; Βρισκόμαστε σε πολεμική περίοδο, οι αρχές δεν έχουν διάθεση για αστεία. Μα από το άλλο μέρος ο στρατιώτης της «εφεδρείας» κείνες τις μέρες δεν ήταν πια ο αλλοτινός στρατιώτης της «ενεργού υπηρεσίας». Ήταν αλήθεια τόσο τρομερός; Αυτό το θέμα το συζητούσαν πολύ μέσα στους επαναστατικούς κύκλους, αλλά μάλλον αφηρημένα, γιατί κανένας, απόλυτα κανένας -και μπορεί κανείς να το υποστηρίξει κατηγορηματικά σύμφωνα με όλα τα συγκεντρωμένα ντοκουμέντα- δε φανταζότανε ακόμα ότι η μέρα της 23 του Φλεβάρη θα ήτανε η απαρχή μιας αποφασιστικής επίθεσης ενάντια στον απολυταρχισμό. Δε γινόταν λόγος παρά για μια διαδήλωση που οι προοπτικές της έμεναν ακαθόριστες και, όπως και να ‘ναι, περιορισμένες.
Έχει λοιπόν αποδειχτεί πραγματικά ότι η επανάσταση του Φλεβάρη εξαπολύθηκε από τα στοιχεία της βάσης που υπερφαλάγγισαν την αντίσταση των ίδιων των επαναστατικών τους οργανώσεων και ότι την πρωτοβουλία την πήρε αυθόρμητα ένα τμήμα του προλεταριάτου που ζούσε κάτω απ’ τις σκληρότερες συνθήκες καταπίεσης και εκμετάλλευσης – εργάτριες της υφαντουργίας που ανάμεσά τους πρέπει να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν όχι λίγες γυναίκες στρατιωτών. Η τελευταία παρόρμηση ήρθε απ’ τις ατελείωτες ουρές μπροστά στα αρτοποιεία. Ο αριθμός των απεργών, αντρών και γυναικών, ήταν εκείνη την ημέρα κάπου 90.000. Οι μαχητικές διαθέσεις εκφραζόντανε σε συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία. Το κίνημα πρωτοαναπτύχθηκε στην αχτίδα του Βύμποργκ, όπου βρίσκονται οι μεγάλες επιχειρήσεις και απλώθηκε έπειτα στο προάστιο το λεγόμενο «του Πέτερσμπουργκ». Στα άλλα τμήματα της πόλης, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Οχράνας, δε σημειώθηκαν ούτε απεργίες ούτε διαδηλώσεις. Κείνη τη μέρα, η αστυνομική δύναμη ενισχύθηκε με αποσπάσματα στρατού, όπως φαίνεται ολιγάριθμα, μα δεν έγιναν συγκρούσεις. Ένα πλήθος από γυναίκες, που δεν ήταν όλες τους εργάτριες, κατευθύνθηκε προς τη Δούμα για να ζητήσει ψωμί. Ήταν σα να ζητούσαν γάλα από ένα κριάρι. Σε διάφορες συνοικίες εμφανίστηκαν κόκκινες σημαίες και οι επιγραφές τους μαρτυρούσαν ότι οι εργάτες ζητούσαν ψωμί, μα δε θέλανε πια ούτε αυταρχία ούτε πόλεμο. Η «Μέρα της Γυναίκας» είχε σημειώσει επιτυχία, είχε κυλήσει μέσα στον ενθουσιασμό και δεν είχε προκαλέσει θύματα. Μα τι έκρυβε μέσα της, αυτό κανείς δεν το υποπτευόταν ακόμα, σαν έπεσε το βράδυ.
Την άλλη μέρα το κίνημα όχι μόνο δεν κόπασε μα φούντωσε ακόμα περισσότερο: σχεδόν οι μισοί βιομηχανικοί εργάτες της Πετρούπολης απεργούν στις 24 Φλεβάρη. Οι εργάτες παρουσιάζονται από το πρωΐ στα εργοστάσιά τους και αντί να στρωθούνε στη δουλειά, ανοίγουνε συγκεντρώσεις και ύστερα κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης. Καινούργιες συνοικίες, καινούργιες ομάδες λαού ρίχνονται στο κίνημα. Το σύνθημα «ψωμί» παραμερίζεται ή σκεπάζεται από άλλα συνθήματα: «Κάτω η απολυταρχία!», «Κάτω ο πόλεμος!». Αδιάκοπες διαδηλώσεις στο Νέβσκι Προσπέκτ: πρώτα συμπαγείς εργατικές μάζες που τραγουδούν επαναστατικά τραγούδια. Έπειτα παρδαλό πλήθος από πολίτες, γαλάζια φοιτητικά πηλήκια. «Ο κόσμος που πηγαινόφερνε μας έδειχνε συμπάθεια κι απ’ τα παράθυρα πολλών νοσοκομείων, οι φαντάροι μας χαιρετούσαν ανεμίζοντας ό,τι τους έπεφτε στα χέρια». Ήταν πολλοί που καταλάβαιναν τί σημασία είχαν κείνες οι εκδηλώσεις συμπάθειας των άρρωστων φαντάρων απέναντι στους διαδηλωτές; Ωστόσο οι Κοζάκοι εξορμούσαν πάνω στο πλήθος, αν και δίχως βαναυσότητα· τ’ άλογά τους αφροκοπάνε· οι διαδηλωτές σκόρπαγαν από δω κι από κει, κατόπιν ανασυντάσσονταν σε σφιχτές ομάδες. O παραμικρός φόβος ανάμεσα στο πλήθος. Μια βοή περνούσε από στόμα σε στόμα: «Οι Κοζάκοι δώσανε το λόγο τους πως δε θα ρίξουν». Ολοφάνερα, οι εργάτες είχαν καταφέρει να συνεννοηθούν με μερικούς Κοζάκους. Λίγο αργότερα, ωστόσο, προβάλανε δραγόνοι μισομεθυσμένοι, ξεστομίζοντας βρισιές κι άνοιγαν πέρασμα μέσα στο πλήθος, χτυπώντας με λόγχες στα κεφάλια. Οι διαδηλωτές κρατήθηκαν μ’ όλες τους τις δυνάμεις, χωρίς να σκορπίσουν. «Δε θα ρίξουν». Και πραγματικά δεν έριξαν. […]
Όλη τη μέρα, τα λαϊκά πλήθη δεν έκαναν άλλο παρά να κυκλοφορούν από συνοικία σε συνοικία, κυνηγημένα άγρια απ’ την αστυνομία, συγκρατούμενα και απωθούμενα από το ιππικό και από ορισμένα αποσπάσματα πεζικού. Πλάι στην κραυγή: «Κάτω η αστυνομία!», αντηχούσαν ολοένα και πιο συχνά τα «ζήτω» για τους Κοζάκους. Αυτό είχε τη σημασία του. Το πλήθος έδειχνε στην αστυνομία το άγριο μίσος του. Οι έφιπποι χωροφύλακες έγιναν δεκτοί με σφυρίγματα, με πέτρες, με κομμάτια πάγο. Ολότελα διαφορετική ήταν η επαφή των εργατών με τους στρατιώτες. Γύρω απ’ τους στρατώνες, πλάι στις σκοπιές, στα περίπολα και τις στρατιωτικές ζώνες, εργάτες και εργάτριες μαζευόντανε, αλλάζοντας φιλικά λόγια με τους στρατιώτες. Ήταν ένας καινούργιος σταθμός που οφείλονταν στην επέκταση της απεργίας και την αναμέτρηση των εργατών με το στρατό. Αυτός ο σταθμός είναι αναπόφευκτος σε κάθε επανάσταση. […]
Οι εργάτες του Έρικσον, ενός από τα πιο σύγχρονα εργοστάσια του Βύμποργκ, ύστερα από την πρωινή συγκέντρωση, προχώρησαν μαζικά, κάπου 2.500 άντρες, προς το Σαμψονιέβσκι Προσπέκτ και, μέσα σ’ ένα στενό πέρασμα, πέσανε πάνω στους Κοζάκους. Τσιγκλώντας τα’ άλογά τους, οι αξιωματικοί έσκισαν πρώτοι το πλήθος. Πίσω τους, πάνω σ’ όλο το πλάτος του λιθόστρωτου, τροχάζανε οι Κοζάκοι. Κρίσιμη στιγμή! Όμως οι καβαλάρηδες περάσανε προσεκτικά, ο ένας πίσω από τον άλλο, μέσα από το διάδρομο που είχαν ανοίξει οι αξιωματικοί τους. «Μερικοί χαμογελούσαν» γράφει ο Καγιούροβ, «κι’ ένας απ’ αυτούς έκλεισε το μάτι στους εργάτες». Κάτι σήμαινε κείνο το κλείσιμο του ματιού! Οι εργάτες ξεθάρρεψαν, μέσα σε πνεύμα συμπάθειας και όχι εχθρότητας απέναντι στους Κοζάκους που τους είχαν ελαφρά «μολύνει». Εκείνος που είχε κλείσει το μάτι βρήκε μιμητές. Παρά τις καινούργιες προσπάθειες των αξιωματικών, οι Κοζάκοι, χωρίς να παραβαίνουν ανοιχτά την πειθαρχία, δεν κυνήγησαν το πλήθος από κοντά και πέρασαν μέσα απ’ αυτό. Αυτό έγινε τρεις – τέσσερις φορές και τα δυό αντίπαλα μέρη βρέθηκαν ακόμα πιο κοντά το ένα στο άλλο. Οι Κοζάκοι άρχισαν ένας – ένας να απαντούν στα ερωτήματα των εργατών κι ακόμα έπιασαν μαζί τους κουβεντούλα. Από την πειθαρχία δεν έμενε πιά παρά ένα λεπτότατο και διάφανο περικάλυμμα, που κινδύνευε κι αυτό από στιγμή σε στιγμή να σπάσει. Οι αξιωματικοί σπεύσανε ν’ απομακρύνουν τα στρατεύματά τους από το πλήθος και, εγκαταλείποντας την ιδέα να διαλύσουν τους εργάτες, απλώσανε τους άντρες τους σ’ ένα δρόμο έτσι που να σχηματίζουν φράγμα και να εμποδίσουνε τους διαδηλωτές να φτάσουνε στο κέντρο. Χαμένος κόπος και πάλι: μένοντας σταθεροί στις θέσεις τους σύμφωνα μ’ όλους τους κανόνες, οι Κοζάκοι δεν αντιτάσσονταν ωστόσο στις «βουτιές» που έκαναν οι εργάτες ανάμεσα απ’ τα πόδια των αλόγων τους. Η επανάσταση δεν διαλέγει τους δρόμους της αυθαίρετα: στην αρχή της πορείας της προς τη νίκη περνούσε κάτω απ’ την κοιλιά ενός κοζάκικου αλόγου. […]
Ο [διοικητής της Πετρούπολης στρατηγός] Χαμπάλοβ επαναπαυόταν πάνω στο σχέδιο που είχε ο ίδιος επεξεργαστεί. Την πρώτη ημέρα, στις 23, μόνο η αστυνομία μπήκε στη γραμμή. Στις 24 βγάλανε στους δρόμους κυρίως ιππικό, μα οπλισμένο κυρίως με ναγκάϊκες και λόγχες. Σκεφτόντανε να χρησιμοποιήσουν το πεζικό και ν’ ανοίξουν πυρ ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων. Μα τα γεγονότα δεν κάθισαν να περιμένουν.
Στο επόμενο η συνέχεια