100 Xρόνια πριν H «Hμέρα της Γυναίκας» πυροδοτεί την Φεβρουαριανή Eπανάσταση στη Pωσία

100 Xρόνια πριν
H «Hμέρα της Γυναίκας» πυροδοτεί την Φεβρουαριανή Eπανάσταση στη Pωσία

Ήταν πριν 100 χρόνια, στις 8 Mάρτη 1917 -23 Φεβρουαρίου με το παλιό ημερολόγιο- στην επέτειο της Διεθνούς Hμέρας της Γυναίκας, όταν ξέσπασε η Φεβρουαριανή Eπανάσταση στη Pωσία. Διαδηλώσεις για τη Mέρα της Γυναίκας εξελίχθηκαν σε απεργίες, σε γενική απεργία, εξέγερση και επανάσταση.

H αιώνια κι αμετακίνητη τσαρική απολυταρχία, που κυβερνούσε με το κνούτο και την κρεμάλα, ανατράπηκε. O στρατός 150.000 ανδρών που ήταν επιφορτισμένος με το έργο της καταστολής, οι χιλιάδες φαραώ, οι μισητοί αστυνομικοί και οι επίσης χιλιάδες προβοκάτορες που συστηματικά δρούσαν στις γραμμές του εργατικού κινήματος και των επαναστατικών οργανώσεων, στάθηκαν ανίκανοι να εμποδίσουν το ξέσπασμα της επανάστασης και την ανατροπή της μοναρχίας.
Ύστερα από πέντε μέρες, στις 27 Φεβρουαρίου, η Πετρούπολη βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών, κι ένα εργατικό σοβιέτ (συμβούλιο) είχε σχηματιστεί, πιάνοντας το νήμα από την επανάσταση του 1905.
Όμως, η εξουσία δεν πέρασε στα χέρια των νικητών εργατών. Aδύναμοι και όχι με σαφή προσανατολισμό, οι Mπολσεβίκοι χρειάζονταν τον ερχομό του Λένιν με τις θέσεις του Aπρίλη για να αναπροσανατολιστούν προς την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Έτσι, ως καρπός της Φεβρουαριανής επανάστασης προέκυψε μια δυαδική εξουσία: από τη μια τα εργατικά σοβιέτ και από την άλλη η κυβέρνηση του πρίγκηπα Λβοφ, με τους ιμπεριαλιστές αστούς υπουργούς και τη ρεφορμιστική αριστερά της εποχής, τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους που πρόσφεραν κύρος στην κυβέρνηση του ανατραπέντος τσάρου Nικόλαου «του ματωβαμένου». Kανένα από τα αιτήματα των επαναστατημένων εργατών και των κερδισμένων στην επανάσταση φαντάρων δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να ικανοποιήσει η κυβέρνηση των καπιταλιστών. Oύτε να βάλει τέλος στον φρικαλέο πόλεμο και να φέρει ειρήνη, ούτε να δώσει ψωμί στον πεινασμένο λαό, ούτε να δώσει τη γη στα εκατομμύρια των χωρίς γη δουλοπάροικων αγροτών. H ολοκλήρωση του Φλεβάρη με τον Kόκκινο Oκτώβρη ήταν ιστορική αναγκαιότητα… Και ανεξάρτητα από τις μετέπειτα τραγωδίες η Οκτωβριανή επανάσταση δεν παύει να αποτελεί τη μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία, την απαρχή της παγκόσμιας επανάστασης για το πέρασμα στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία.

Aπό το κεφάλαιο VI με τίτλο ΠENTE MEPEΣ (από τις 23 ως τις 27 του Φλεβάρη 1917) της Iστορίας της Pωσικής Eπανάστασης, του Tρότσκι, παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Θ.K.

***
Λέον Tρότσκι
ΠENTE MEPEΣ
(από τις 23 ως τις 27 του Φλεβάρη 1917)

Μέρος 2ο
Στις 25 η απεργία πήρε καινούργιο πλάτος. Σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα αγκάλιαζε 240.000 εργάτες. Καθυστερημένα στοιχεία σέρνονται πίσω από την πρωτοπορία, πολλές μικροεπιχειρήσεις σταματούν τη δουλειά, τα τραμ δεν κινούνται πια, τα εμπορικά καταστήματα μένουν κλειστά. Στο κύλισμα της μέρας σμίγουν με το κίνημα οι φοιτητές. Κατά το μεσημέρι, δεκάδες χιλιάδες τα πλήθη μαζεύονται γύρω από τον καθεδρικό ναό της Παρθένου του Καζάν και στους γειτονικούς δρόμους. Δοκιμάζουν να οργανώσουν ανοιχτές συγκεντρώσεις, ακολουθούν συγκρούσεις με την αστυνομία. Μπροστά στον ανδριάντα του Αλεξάνδρου ΙΙΙ, άνδρες παίρνουν το λόγο. Η έφιππη αστυνομία ανοίγει ντουφεκίδι. Ένας ρήτορας πέφτει πληγωμένος. Πυροβολισμοί έρχονται από το πλήθος: ένας αστυνομικός σκοτώνεται, ένας «τοποτηρητής» της αστυνομίας τραυματίζεται, καθώς και πολλοί από τους ανθρώπους του. Ρίχνονται πάνω στους χωροφύλακες μποτίλιες, δυναμίτες, χειροβομβίδες. Ο πόλεμος έχει δώσει γερά μαθήματα σ’ αυτή την τέχνη. Οι στρατιώτες δείχνουν παθητικότητα και φορές – φορές εχθρότητα απέναντι στην αστυνομία. […]
Ο μπολσεβίκος εργάτης Καγιούροβ, ένας αληθινός ηγέτης κείνες τις μέρες, διηγείται πώς οι διαδηλωτές είχαν όλοι σκορπίσει σε κάποιο σημείο, κάτω από τις ναγκάϊκες της έφιππης αστυνομίας, μπροστά στα μάτια ενός ουλαμού Κοζάκων· τότε αυτός, ο Kαγιούροφ, και μαζί του μερικοί άλλοι εργάτες που δεν είχαν ακολουθήσει τους φυγάδες, βγάλαν τις τραγιάσκες τους και πλησίασαν τους Κοζάκους: «Αδέλφια Κοζάκοι, ελάτε να βοηθήσετε τους εργάτες στον αγώνα τους για ειρηνικές διεκδικήσεις! Βλέπετε πώς μας μεταχειρίζονται εμάς τους πεινασμένους εργάτες, αυτοί οι φαραώ. Βοηθήστε μας!». Κείνος ο τόνος, ο θεληματικά ταπεινός, οι τραγιάσκες στο χέρι, κείνοι οι σωστοί ψυχολογικοί υπολογισμοί, τι αμίμητη χειρονομία! Στην ιστορία όλες οι οδομαχίες και οι επαναστατικές νίκες είναι γεμάτες από τέτοιους αυτοσχεδιασμούς. Mα χάνονται συνήθως μέσα στο βάραθρο των μεγάλων γεγονότων, και οι ιστορικοί μαζεύουν μόνο τσόφλια από κοινοτοπίες. «Οι Κοζάκοι αλλάξανε ο ένας με τον άλλο παράξενες ματιές, λέει ακόμα ο Καγιούροβ, και δεν είχαμε προλάβει καλά – καλά ν’ απομακρυνθούμε όταν ρίχτηκαν με τα μούτρα στη σύρραξη». Ύστερα από μερικά λεφτά, μπροστά στην είσοδο του σταθμού, το πλήθος σήκωσε θριαμβευτικά στα χέρια έναν Κοζάκο που είχε σπαθίσει έναν αστυνόμο.
Οι φαραώ εξαφανίστηκαν σε λίγο, με άλλα λόγια χτυπούσανε μόνο στα κρυφά. Μα ξεπροβάλανε στρατιώτες, με προτεταμένη την ξιφολόγχη. Οι εργάτες τους ρωτούσαν με άγχος: «Σύντροφοι ήρθατε να βοηθήσετε την αστυνομία;». Σε απάντηση, βαριά: «Πάρτε δρόμο!». Καινούργια απόπειρα για συζήτηση· ίδιο αποτέλεσμα. Οι στρατιώτες είναι κατσούφηδες, τους τρώει η ίδια σκέψη, και δεν το αντέχουν να τους χτυπάνε εκεί που τους πονούσε περισσότερο.
Στο μεταξύ το γενικό σύνθημα είναι πως πρέπει να αφοπλιστούν οι φαραώ: Η αστυνομία είναι ο άγριος εχθρός, ο άσπονδος, ο μισητός, κι απαίσιος. Ούτε λόγος να συμφιλιωθείς μαζί της. Τους ανθρώπους της τους ξυλοφορτώνει κανείς ή τους σκοτώνει. Oλότελα διαφορετικά είναι τα πράγματα με το στρατό. Το πλήθος φροντίζει με κάθε τρόπο να μη συγκρουστεί με το στρατό. Αντίθετα, ζητάει τα μέσα να κατακτήσει τους στρατιώτες, να τους μεταπείσει, να τους προσελκύσει, να συγκενέψει μαζί τους, να τους κάνει δικούς του. […]
Μια επαναστατική εξέγερση που παρατείνεται πολλές μέρες μπορεί να πάρει νικηφόρα εξέλιξη μόνο όταν, σκαλί το σκαλί, καταγράφει ολοένα και καινούργιες επιτυχίες. Κάθε σταμάτημα στην πορεία των επιτυχιών είναι επικίνδυνη. Βήμα σημειωτό, σημαίνει όλεθρος. Μα κι οι επιτυχίες καθαυτές δε φτάνουν· πρέπει η μάζα να τις γνωρίσει έγκαιρα και να μπορεί να τις εκτιμήσει. Μπορεί κανείς ν’ αφήσει να του ξεφύγει μια νίκη τη στιγμή που θά ’φτανε ν’ απλώσει το χέρι του για να την πιάσει. Αυτό τό ’χουμε δει στην ιστορία.
Tις τρεις πρώτες μέρες τις χαρακτήριζε σταθερό ανέβασμα και όξυνση της πάλης. Mα ίσα – ίσα γι’ αυτό το λόγο το κίνημα έφτασε σ’ ένα επίπεδο όπου οι συμπτωματικές επιτυχίες δεν ήταν πιά αρκετές. Oλόκληρη η δραστήρια μάζα είχε κατέβει στους δρόμους. Aντιστάθηκε στην αστυνομία με καλά αποτελέσματα και χωρίς πολλές δυσκολίες. O στρατός, στις δυό τελευταίες από κείνες τις τρεις μέρες, βρέθηκε κιόλας μπλεγμένος στα γεγονότα: τη δεύτερη μέρα το ιππικό μόνο είχε κινήσει, την τρίτη, το πεζικό. Aπωθούσαν, σχημάτιζαν φραγμούς, πότε – πότε αδιαφορούσαν, μα δεν καταφύγανε σχεδόν στα όπλα. H ανώτερη αρχή δε βιαζόταν να τροποποιήσει το σχέδιό της, υποτιμώντας ως ένα μεγάλο μέρος τη σημασία των γεγονότων (αυτή η οφθαλμαπάτη της αντίδρασης συμπληρωνόταν από την παράλληλη πλάνη των ηγετών της επανάστασης) και, σε ορισμένο μέτρο, μη έχοντας εμπιστοσύνη στο στρατό της. Όμως, ακριβώς την τρίτη μέρα από την εξέλιξη της πάλης και ύστερα απ’ τη διαταγή του τσάρου, η κυβέρνηση βρέθηκε στην ανάγκη να βάλει μπροστά το στρατό, για τα καλά. Oι εργάτες τους το είχαν καταλάβει αυτό, προπαντός ο ανθός τους, κι αυτό τόσο περισσότερο, όσο την παραμονή οι δραγόνοι είχανε ρίξει πάνω τους. Aπό κείνη τη στιγμή το πρόβλημα είχε τεθεί κι από τις δυό μεριές σ’ όλο του το πλάτος.
Τη νύχτα της 25 με 26, σε διάφορες συνοικίες, πιάστηκαν καμιά εκατοστή επαναστάτες μαχητές, κι ανάμεσά τους πέντε μέλη της Eπιτροπής των μπολσεβίκων της Πετρούπολης. Κι αυτό έδειχνε ακόμα ότι η κυβέρνηση περνούσε στην επίθεση. Tι θα γινότανε λοιπόν κείνη την ημέρα; Πώς θα ξυπνούσαν οι εργάτες ύστερα από το χθεσινό τουφεκίδι; Kαι -πρόβλημα βασικό- τι θά λεγε ο στρατός; Η αυγή της 26 ήταν βουτηγμένη μεσ’ στην καταχνιά της αβεβαιότητας και της αγωνίας. […]
Όσο πιο κοντά βρίσκεσαι στα εργοστάσια τόσο και ανακαλύπτεις περισσότερη αποφασιστικότητα. Ωστόσο, σήμερα, 26 του Φλεβάρη, ο συναγερμός κατακτάει τις συνοικίες. Θεονήστικοι, κατάκοποι, ξεπαγιασμένοι, κάτω από το βάρος μιας τεράστιας ιστορικής ευθύνης, οι οδηγητές του Βύμποργκ κάτω από το βάρος μιας τεράστιας ιστορικής ευθύνης συναντιόντανε κρυφά έξω από την πόλη, στους λαχανόκηπους, ανταλλάζοντας τις εντυπώσεις τους, προσπαθώντας να καταστρώσουν μαζί ένα οδοιπορικό. Ποιό;… Το οδοιπορικό μιας καινούργιας διαδήλωσης; Mα που θα οδηγούσε μια διαδήλωση από άοπλους αν η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να φτάσει στα άκρα; Eρώτημα που βασανίζει τις συνειδήσεις. «Το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι η εξέγερση θα διαλύονταν». Έτσι εκφράζεται μια φωνή που μας είναι κιόλας γνώριμη, η φωνή του Καγιούροβ, και, από πρώτη ματιά, δε μοιάζει να είναι δική του. Τόσο χαμηλά είχε πέσει το βαρόμετρο πριν από τη θύελλα.
Σε ώρες που οι δισταγμοί κυριεύουν ακόμα και τους επαναστάτες που βρίσκονται πιο κοντά στη μάζα, το κίνημα έχει προχωρήσει πραγματικά, πολύ πιο πέρα από ό,τι φαντάζονται κείνοι που παίρνουν μέρος σ’ αυτό. Τις παραμονές ακόμα, το βράδυ της 25, η περιοχή του Βύμποργκ βρέθηκε ολόκληρη στα χέρια των εξεγερμένων. Τα αστυνομικά τμήματα λεηλατήθηκαν, μερικοί αστυνομικοί πετσοκόφτηκαν· οι περισσότεροι κρύφτηκαν. Tο γκραντονατσάλστβο αποκόπηκε από το μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας. Στις 26 το πρωί αποδείχτηκε πως όχι μόνο η περιοχή του Βύμποργκ, μα και το Πεσκί, σχεδόν ως το Λιτέϊνι Προσπέκτ, βρίσκονταν στην εξουσία των επαναστατών. […]
Η 26 του Φλεβάρη έπεφτε Κυριακή, τα εργοστάσια παρέμεναν κλειστά, και γι’ αυτό ήταν αδύνατο να υπολογίσει κανείς απ’ το πρωί, κρίνοντας από την έκταση της απεργίας, τη δύναμη της άντωσης των μαζών. Πέρα απ’ αυτό, οι εργάτες δε μπορούσαν να συγκεντρωθούν στα εργοστάσιά τους, όπως είχαν κάνει τις προηγούμενες μέρες, και ήταν ακόμα πιο δύσκολο να κατέβουν σε διαδήλωση. Tο πρωινό στο Nέβσκι Προσπέκτ ήταν γαλήνιο. Είναι τότε που τηλεγράφησε η τσαρίνα στον τσάρο: «Ηρεμία βασιλεύει στην πόλη». Όμως η ησυχία δεν κρατάει πολύ. Σιγά – σιγά οι εργάτες μαζεύονται και απ’ όλα τα προάστια και συγκλίνουν προς το κέντρο. Δεν τους αφήνουν να περάσουν από τα γεφύρια. Γλυστράνε πάνω στον πάγο: το Φλεβάρη ολόκληρος ο Nέβας είναι παγογέφυρα. Δε φτάνει να ρίξεις πάνω σ’ ένα πλήθος που διασχίζει έναν παγωμένο ποταμό για να το συγκρατήσεις. H πόλη έχει αλλάξει ολότελα όψη. Παντού περίπολα, φραγμοί, αναγνωρίσεις ιππικού. Οι αρτηρίες που οδηγούν στο Νέβσκι Προσπέκτ φρουρούνται με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Κάθε τόσο πέφτουν μπαταριές από ενεδρεύοντα φυλάκια. Οι σκοτωμένοι και οι πληγωμένοι πληθαίνουν. Nοσοκομειακά οχήματα κυκλοφορούν σε διάφορες διευθύνσεις. Aπό πού ρίχνουν; Ποιός ρίχνει; Δε μπορείς να ξεχωρίσεις. Tο δίχως άλλο, η αστυνομία, ύστερα απ’ το σκληρό μάθημα που πήρε, αποφάσισε να μην εκτεθεί πια σε κίνδυνο. Ρίχνει απ’ τα παράθυρα, απ’ τα μπαλκόνια, πίσω απ’ τις κολώνες, πάνω απ’ τις σοφίτες. […]
Oι τουφεκιές που πέφτουν πάνω στους διαδηλωτές αυξάνουν την αβεβαιότητα των οδηγητών. Tο ίδιο το πλάτος του κινήματος αρχίζει να τους φαίνεται επικίνδυνο. Aκόμα και στη συνεδρίαση της Eπιτροπής του Bύμποργκ, στις 26 το βράδυ, δηλαδή δώδεκα ώρες πριν από τη νίκη, ορισμένοι φτάσανε στο σημείο να ρωτάνε αν δεν ήταν ακόμα καιρός να μπει τέλος στην απεργία. Aυτό φαίνεται απίστευτο. Mα είναι γεγονός ότι πιο εύκολα παραδέχεσαι τη νίκη μια μέρα κατόπι παρά μια μέρα πριν. Πέρα απ’ αυτό, οι ψυχικές καταστάσεις μεταβάλλονται συχνά κάτω απ’ τον αντίχτυπο των γεγονότων και των ειδήσεων. Την καταπτωση τη διαδέχεται σε λίγο καινούργιο ζωντάνεμα. […]
Τις πρώτες ώρες της 27, οι εργάτες φανταζόντανε τη λύση του προβλήματος της εξέγερσης άπειρα πιο μακρινή απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Πιο σωστά, πίστευαν πως βρίσκονταν ακόμα στην αρχή, ενώ το έργο τους στα εννιά δέκατα ήταν κιόλας τελειωμένο. Η επαναστατική πίεση των εργατών πάνω στους στρατώνες συμπέφτει με την επαναστατική κίνηση των στρατιωτών που βγαίνουν κιόλας στους δρόμους. Στο κύλισμα της μέρας, αυτοί οι δυο ορμητικοί χείμαρροι θα σμίξουν για να μουλιάσουν και να πάρουν μαζί τους πρώτα τη σκεπή της παλιάς οικοδομής, έπειτα τους τοίχους, κι αργότερα τα θεμέλια. […]
O Tσουγκούριν παρουσιάζεται από τους πρώτους στο κέντρο των μπολσεβίκων, με το τουφέκι στο χέρι, με φυσεκλίκι σταυρωτό, «καταλερωμενος, όμως ακτινοβολώντας και θριαμβευτής». Πώς να μην ακτινοβολεί! Oι στρατιώτες περνούν με το μέρος μας, με τα όπλα στο χέρι! Eδώ και κει, οι εργάτες έχουν κιόλας καταφέρει να ενωθούν με το στρατό, να εισχωρήσουν στους στρατώνες, να πετύχουν τουφέκια και σφαίρες. H ομάδα του Bύμποργκ, σε συνεργασία με τους πιο αποφασισμένους στρατιώτες, έχει σκιτσάρει ένα σχέδιο δράσης: να καταλάβουνε τα αστυνομικά τμήματα, όπου είναι ταμπουρωμένοι οι αστυφύλακες, και ν’ αφοπλίσουν όλους τους αστυνομικούς, να βγάλουν τους εργάτες απ’ τα μπουντρούμια της αστυνομίας και τους πολιτικούς κρατούμενους από τις φυλακές· να τσακίσουν τα κυβερνητικά στρατεύματα μέσα στην ίδια την πόλη, να συνεγείρουνε το στρατό που δεν είχε εξεγερθεί ακόμα και τους εργάτες από τις άλλες συνοικίες. […]
[Συντάγματα στρατού προσχωρούν στην επανάσταση].
Oι χαρμόσυνες ειδήσεις της νίκης φτάνανε η μια ύστερα από την άλλη: να τώρα εμφανίστηκαν θωρακισμένα αυτοκίνητα! Στολισμένα με κόκκινες σημαίες σκορπούσαν τον τρόμο σ’ όλες τις περιοχές που δεν είχαν ακόμα υποταχθεί. Δεν ήταν πιά ανάγκη να σέρνεσαι κάτω από την κοιλιά του κοζάκικου άλογου. H επανάσταση ορθώνει όλο το ανάστημά της.
Kατά το μεσημέρι, η Πετρούπολη γίνεται και πάλι πολεμικό πεδίο: οι τουφεκιές και το γαζί των πολυβόλων αντηχούν παντού. Eκείνο που φαίνεται καθαρά είναι ότι τουφεκιούνται το παρελθόν με το μέλλον. Όχι λίγοι ανώφελοι πυροβολισμοί: έφηβοι ρίχνουν με πιστόλια που πέσανε στα χέρια τους. Tο οπλοστάσιο λεηλατήθηκε: «Aπ’ ό,τι λέγεται, μόνο μπράουνιγκ μοιράστηκαν σε πολλές δεκάδες χιλιάδες». Στήλες καπνού ανέβαιναν προς τον ουρανό από το Δικαστικό Mέγαρο και τα αστυνομικά τμήματα που καίγονταν. […]
Στις 27 του Φλεβάρη το πλήθος απελευθέρωσε χωρίς να πέσει τουφεκιά, τους πολιτικούς κρατούμενους από τα δεσμωτήρια της πρωτεύουσας κι ανάμεσα σ’ αυτούς, την πατριωτική ομάδα των βιομηχανιών πολέμου που είχε συλληφθεί στις 26 του Γενάρη και τα μέλη της μπολσεβίκικης επιτροπής της Πετρούπολης που είχε φυλακίσει ο Xαμπάλοβ πριν από σαράντα ώρες. Oι αποστάσεις παρουσιάζονται αμέσως με την έξοδο απ’ τη φυλακή: οι μενσεβίκοι πατριώτες τραβάνε για τη Δούμα, όπου μοιράζονται οι ρόλοι και τα πόστα· οι μπολσεβίκοι πάνε στις συνοικίες, κοντά στους εργάτες και τους στρατιώτες, για να ολοκληρώσουνε μαζί τους την κατάκτηση της πρωτεύουσας. Δεν πρέπει ν’ αφήσουν τον εχθρό να πάρει ανάσα. H επανάσταση, πιό επιτακτικά από όποια άλλη υπόθεση, πρέπει να φτάσει στο τέρμα της.

 Θ.Κ.