100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Γερμανική Επανάσταση, μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της επαναστατικής κίνησης των μαζών στις αρχές του 20ου αιώνα. H Γερμανική Eπανάσταση μαζί με την Οκτωβριανή Επανάσταση, οδήγησαν αρχικά στη διάλυση των πιο μισητών αυτοκρατοριών –Ρωσικής, Γερμανικής, Αυστρο-Ουγγρικής– αν και δεν τελικά κατάφερε να νικήσει τις δυνάμεις της αντεπανάστασης του αστικού κράτους και των «σοσιαλιστών». Ξεκινάμε αυτό το αφιέρωμα όχι για να γιορτάσουμε αλλά να θυμηθούμε, κατανοήσουμε τα γεγονότα και να προχωρήσουμε από κει και πέρα προς το μέλλον που όλοι οι καταπιεσμένοι επιθυμούμε. Το κείμενο που παρουσιάζουμε εδώ είναι οι αναμνήσεις ενός εκ των ηγετών και συμμετεχόντων στην ανταρσία στο ναυτικό στο Κίελο μια από τις πρώτες στιγμές της Γερμανικής Επανάστασης. Ο Καρλ Αρτέλτ προσχώρησε στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα το 1908, μετά στο Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας και τελικά στο Κομουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και παρέμεινε Κομμουνιστής σε όλη του τη ζωή. Έζησε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ανατολική Γερμανία και πέθανε το 1981.

ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΝΑΥΑΡΧΟ ΣΟΥΧΟΝ

του ΚΑΡΛ ΑΡΤΕΛΤ

Στα τέλη του Οκτώβρη [1918 – Σ.τ.M.] μας ενημέρωσαν ότι ο Γερμανικός Στόλος θα αναχωρούσε για μια τελευταία απεγνωσμένη ναυμαχία. Ως απάντηση σ’ αυτό το γεγονός, οι επανδραστηριοποιημένοι «επίτροποι προστασίας» (των ναυτών) δήλωσαν ότι δεν πρόκειται να χυθεί άλλο αίμα και ότι η πλεύση του στόλου θα πρέπει να αποτραπεί με κάθε τρόπο. Αν καταστεί αναγκαίο, οι θερμαστές παροτρύνθηκαν να σαμποτάρουν τους ατμολέβητες.

Όταν οι αντιδραστικές δυνάμεις πληροφορήθηκαν τις κινήσεις μας, συνέλαβαν την πλειοψηφία των «επιτρόπων προστασίας». Παρόλα αυτά, όμως, τέτοια μέτρα δεν μπορούσαν πια να μας τρομοκρατήσουν και τεθήκαμε επικεφαλής μιας επιτυχημένης εκστρατείας. Οι πυροσβέστες και οι στρατιώτες απέτρεψαν την επιδιωκόμενη σφαγή. Στις 31 Οκτώβρη, αργά τη νύχτα, η Τρίτη Ναυτική Μοίρα έφθασε στο Λιμάνι του Κιέλου. Έφεραν μαζί τους 200 στρατιώτες που είχαν συλληφθεί. Το γεγονός αυτό τροφοδότησε την επαναστατική δέσμευσή μας. Ήμασταν αποφασισμένοι να ελευθερώσουμε τους ναύτες.
Στις 1 Νοέμβρη, οι «επίτροποι προστασίας» που είχαν διαφύγει τη σύλληψη συνεδρίασαν στην αίθουσα των συνδικάτων στο Κίελο. Εξέδωσαν μια διακήρυξη απαιτώντας την άμεση απελευθέρωση των συλληφθέντων συντρόφων τους. Αποφασίστηκε να υπάρξει άλλη μια συνεδρίαση στην αίθουσα των συνδικάτων την επόμενη μέρα. Ανακοινώσαμε την οργάνωση παράστασης με ταχυδακτυλουργούς για να παραπλανήσουμε τις αρχές. Παρόλα αυτά, η ηγεσία του ναυτικού πρέπει να ενημερώθηκε για τα σχέδια μας: όταν φθάσαμε στο κτίριο οι πόρτες φρουρούνταν από δυνάμεις ασφαλείας εμποδίζοντας την είσοδο κάθε στρατιώτη. Πριν από την έναρξη της παράστασης, ένας αξιωματικός του στρατού εμφανίστηκε πάνω στην σκηνή και διέταξε όλο το στρατιωτικό προσωπικό να εγκαταλείψει την αίθουσα και να επιστρέψει στις θέσεις του άμεσα.
Φύγαμε, αλλά αντί να επιστρέψουμε στις θέσεις μας, συγκεντρωθήκαμε στο πεδίο ασκήσεων στο δάσος και συμφωνήσαμε να καλέσουμε μια λαϊκή και στρατιωτική συνάντηση εκεί την Κυριακή στις 3 Νοέμβρη.

Το επόμενο βράδυ, το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας τύπωσε φυλλάδια για να ανακοινώσουμε την εκδήλωση. Οι «επίτροποι προστασίας» ενθάρρυναν τα ναυτικά πληρώματα να εγκαταλείψουν τα πλοία τους και τους στρατώνες τους από νωρίς την Κυριακή το πρωΐ. Αφού το Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας έδρασε σε αλληλεγγύη μαζί μας, πήγα στα τοπικά γραφεία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας για να μας υποστηρίξουν. Παρόλα αυτά, οι αξιωματούχοι αυτού του κόμματος απλά γέλασαν και μας ρώτησαν αν η καταστολή της εξέγερσης των ναυτών το 1917 μας είχε διδάξει κάτι. Έμεινα ανυποχώρητος, παρόλα αυτά και απαίτησα να έλθουν στην εκδήλωση.
Την Κυριακή το πρωί, χιλιάδες ναύτες άφησαν τα πλοία τους και τις θέσεις τους. Η πικρία των στρατιωτών και των εργατών ήταν τεράστια και χρειαζόταν μόνο μια μικρή σπίθα για να εκραγεί.
Το γραφείο του διοικητή φαινόταν προετοιμασμένο. Σαλπιγκτές και περίπολοι βάδιζαν στους δρόμους του Κιέλου και απαιτούσαν να επιστρέψουν όλοι οι ναύτες στις θέσεις τους. Κανένας όμως δεν επέστρεψε. Χρησιμοποιήσαμε ακόμα και τους αγγελιοφόρους του γραφείου του διοικητή για τους δικούς μας σκοπούς ακολουθώντας τους και ενθαρρύνοντας τους στρατιώτες να παρευρεθούν στην εκδήλωση. Πολλοί ήρθαν, μαζί μ’ ένα μεγάλο αριθμό απλών πολιτών. Το πεδίο ασκήσεων ήταν γεμάτο ανθρώπους.

Άνοιξα την εκδήλωση με μια ομιλία. Μίλησα για την τρέχουσα κατάσταση και απαίτησα όλοι μας να δράσουμε με αποφασιστικότητα. Τα λόγια μου φάνηκαν να άγγιξαν το κοινό. Την επόμενη μέρα, μια αστική εφημερίδα στο Κίελο έγραφε: «Ο άνδρας με φωνή λιονταριού μιλούσε τόσο δυνατά που όλοι μπορούσαν να τον ακούσουν». Πέρα από μένα, μίλησαν ο συνδικαλιστής ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας Γκουστάβ Γκάρμπε και ο «επίτροπος προστασίας» των ναυτών Κίρτσοφερ. Το πλήθος κατέληξε στην ομόφωνη απόφαση να οργανώσει μια διαδήλωση στο Κίελο σε αλληλεγγύη προς τους ναύτες που είχαν συλληφθεί – την ημέρα πριν από την εκδήλωση είχαν πραγματοποιηθεί πολλές συλλήψεις. Υπήρχαν ακόμα και φήμες ότι κάποιοι ναύτες θα εκτελούνταν από το εκτελεστικό απόσπασμα.

Περιπολίες προσπάθησαν να φράξουν το δρόμο των διαδηλωτών. Κανένας όμως δεν μπορούσε να μας σταματήσει. Αφοπλίσαμε τις περιπολίες χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Η διαδήλωση αυξανόταν καθώς ο χρόνος περνούσε. Πολλοί προσχώρησαν στη διαδήλωση αυθόρμητα. Μπροστά από την Καφετερία Κάιζερ ξαφνικά ακούσαμε πολυβόλα. Σταματήσαμε και βεβαιωθήκαμε ότι δεν είχε χτυπηθεί κανένας και στη συνέχεια προχωρήσαμε. Τώρα όμως, οι σκοπευτές πυροβόλησαν κατευθείαν στο πλήθος. Σαράντα με πενήντα άνθρωποι συμπεριλαμβανομένων και γυναικόπαιδων έπεσαν κάτω. Οκτώ απ’ αυτούς πέθαναν και 29 ήταν βαριά τραυματισμένοι.

Οι μάζες είχαν εξοργισθεί. Όταν είδαμε ότι οι δολοφόνοι, που ήταν υπό τη διοίκηση του υποπλοιάρχου Στάινχάουζερ, δεν ήταν πρόθυμοι να σταματήσουν να πυροβολούν ακόμα και μετά από αυτό το λουτρό αίματος, ένας ναύτης που ήταν στην κορυφή της διαδήλωσης όρμισε και χτύπησε τον Στάϊνχάουζερ με το τουφέκι του. Ο δολοφόνος είχε λάβει την τιμωρία του. Αυτό ήταν το σινιάλο για την επίθεση. Νέοι ναύτες και εργάτες όρμισαν στους πολυβολητές και τους ανάγκασαν να τραπούν σε φυγή. Μεταφέραμε τους αδερφούς και τις αδερφές μας που είχαν χτυπηθεί στην καφετερία Κάιζερ, όπου εναποθέσαμε τους τραυματισμένους σε πολυθρόνες και τους νεκρούς στο πάτωμα. Ενώσαμε τα χέρια μας και δεσμευτήκαμε με αμείωτη αποφασιστικότητα να κινηθούμε κατά των αυτουργών αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος και κατά των πολεμοκάπηλων γενικά. Δεν θα σταματούσαμε έως ότου αναγκάζονταν να σταματήσουν το βρώμικο έργο τους. Ήμασταν μάρτυρες της σπίθας που ανατίναζε την πυριτιδαποθήκη.

Το επόμενο πρωί όλοι οι στρατιώτες μας έπρεπε να παρουσιαστούν για υπηρεσία. Η ναυτική διοίκηση γνώριζε ότι πολλές μονάδες είχαν δημιουργήσει επαναστατικά στρατιωτικά συμβούλια την προηγούμενη νύχτα. Η μοίρα του στόλου μας με τις τορπιλάκατους είχε λάβει την εντολή να παρουσιαστεί άοπλη. Μετά τις καθημερινές προγραμματισμένες διαδικασίες, ο διοικητής της μοίρας, Λοχαγός Μπαρτέλς, ανέβηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι και μίλησε. Ανέφερε τη διαδήλωση και δήλωσε ότι υπήρχε αρκετή ένταση στην πόλη. Τόνισε ότι ο στρατιώτης δεν θα έπρεπε να ασχολείται με την πολιτική καθώς δεν γνώριζε τίποτα για την πολιτική. Έκλεισε την ομιλία του με τα ακόλουθα λόγια: «Ο στρατιώτης πρέπει να υπακούει και ο στρατιώτης θα υπακούει».
Αφού κατέβηκε από το τραπέζι ένιωσα μια περίεργη μαγική έλξη προς τα κει. Υπό την παρόρμηση της στιγμής, ανέβηκα πάνω στο τραπέζι και μίλησα, ενθαρρύνοντας τους στρατιώτες να εκλέξουν στρατιωτικά συμβούλια. Οι αξιωματικοί προσπάθησαν να με κατεβάσουν αλλά αμέσως αφοπλίστηκαν από εξοργισμένους στρατιώτες. Στη συνέχεια εφορμήσαμε στα οπλοστάσια και εκλέξαμε στρατιωτικά συμβούλια για όλα τα πληρώματα. Εκλέχτηκα πρόεδρος.
Πραγματοποιήσαμε την πρώτη συνεδρίασή μας στην τραπεζαρία της μοίρας των τορπιλάκατων. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ένας λοχίας εμφανίστηκε ζητώντας μας να παρουσιάσουμε τα αιτήματά μας στον διοικητή της μοίρας. Του εξηγήσαμε ότι δεν είχαμε αιτήματα, μόνο απαιτήσεις. Αν ο διοικητής επιθυμούσε να μας μιλήσει, γνώριζε που να μας βρει.

Αφού συνειδητοποίησε την αποφασιστικότητά μας, ο διοικητής θεώρησε πιο συνετό να έρθει. Του παρουσιάσαμε τις απαιτήσεις μας:
1. Τον άμεσο τερματισμό του πόλεμου.
2. Την παραίτηση των Χοετζόλερν.
3. Το τέλος της πολιορκίας.
4. Την απελευθέρωση των ναυτών που είχαν συλληφθεί από την Τρίτη Ναυτική Μοίρα .
5. Την απελευθέρωση όλων των ναυτών που φυλακίστηκαν στο Τσέλε λόγω της εμπλοκής τους στην εξέγερση του 1917.
6. Την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων.
7. Την εφαρμογή γενικού, ίσου και μυστικού δικαιώματος ψήφου για άνδρες και γυναίκες.

Έκπληκτος, ο διοικητής της μοίρας δήλωσε: «Μα κύριοι, αυτές είναι πολιτικές απαιτήσεις!» Του έδωσα την πρέπουσα απάντηση: μας είχε πει στην αυλή του στρατώνα ότι δεν θα πρέπει να ασχοληθούμε με την πολιτική – γι’ αυτό ακριβώς θέσαμε τις πολιτικές απαιτήσεις μας πρώτες.
Μετά από λίγο μου ανέφεραν ότι ο κυβερνήτης επιθυμούσε να με δει άμεσα. Μπήκαμε σ’ ένα αμάξι, αρπάξαμε και μια κόκκινη σημαία από την τορπιλάκατο (η σημαία ήταν μεγαλύτερη από το αμάξι) και προετοιμάσαμε την αναχώρησή μας. Προτού φύγουμε, μάζεψα τους στρατιώτες στο πεδίο ασκήσεων του Κίελο-Βικ και τους είπα να οργανώσουν μια γενική επίθεση αν δεν είχα επιστρέψει μέσα σε δυο ώρες, αδιαφορώντας για τις πιθανές αντιρρήσεις από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας.
Όταν φθάσαμε στην εστία του κυβερνήτη, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με αξιωματικούς οπλισμένους σας αστακοί. Όρμισαν στο αμάξι μας, απαιτώντας λυσσασμένα να τους απαντήσουμε πως τολμάγαμε να σταματήσουμε μπροστά στην οικία του κυβερνήτη με τέτοια αμφίεση. Τους εξήγησα ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας καθώς μας είχαν προσκαλέσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, εμφανίστηκε ένας γραμματέας του κυβερνήτη, ενημερώνοντας τους αξιωματικούς να οδηγήσουν τον Αρτελτ της Πρώτης Μοίρας Τορπιλάκατων στον κυβερνήτη, Αντιναύαρχο Σουχόν. Έτσι επετράπη σε μένα και τους συντρόφους μου να προχωρήσουμε χωρίς άλλες καθυστερήσεις.
Ήταν προφανές ότι ήταν πολύ δύσκολο να διαπραγματευτεί ο Σουχόν μαζί μας. Αυτός ο σκληροπυρηνικός μιλιταριστής δεν είχε συνηθίσει να διαπραγματεύεται με απλούς στρατιώτες. Ανέμενε απλά να υπακούουν σε διαταγές, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε το να σκοτώσουμε πατέρες, μητέρες και αδερφούς. Μας καλοσώρισε λέγοντας «Σας ευχαριστώ για το κουράγιο σας να έρθετε εδώ».
Προτού ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις, τον ρώτησα αν αναγνώριζε τους εκλεγμένους εκπροσώπους των στρατιωτών και αν ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί μαζί μας επί ίσοις όροις. Αναγκασμένος από τις συνθήκες αποκρίθηκε θετικά. Στη συνέχεια του δήλωσα ότι πρώτα θα πρέπει να μιλήσουμε για τα ζητήματα για το οποία του επιτρεπόταν να αποφασίσει ο ίδιος. Επίσης του δήλωσα ότι θα ήταν λάθος να στείλει στρατό ξηράς εναντίον των επαναστατών ναυτών. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, η Δεύτερη Ναυτική Μοίρα είχε διαταγές να επιτεθεί στα σπίτια των αξιωματικών στη γειτονιά του Ντούνστερνμπρουκ και να πυρπολήσει όλα τα πολυτελή σπίτια. Ο κυβερνήτης ρώτησε: «Μα κύριοι, θα πάρετε την ευθύνη για μια επίθεση σε γυναίκες και παιδιά;». Του δήλωσα ότι ήταν στο χέρι του να αποτρέψει το λουτρό αίματος: Αν θεωρούσε πρέπον να διατάξει πεζικάριους να πυροβολήσουν κατά ναυτών, τότε και εμείς θεωρούμε πρέπον να απαντήσουμε με όποιο τρόπο θεωρούμε εμείς καταλληλότερο. Με δεδομένη την αμείλικτη θέση μας, ο κυβερνήτης υποσχέθηκε να μην καλέσει εξωτερικά στρατεύματα και οι μονάδες που ήταν καθ’ οδόν θα επέστρεφαν στη θέση τους. Επιπλέον, μας πληροφόρησε ότι ο εκπρόσωπος Νόσκε και ο υπουργός Χάουσμαν έρχονταν στο Κίελο για να διαπραγματευτούν μαζί μας.
Το βράδυ, ακούσαμε ότι παρά την υπόσχεση του κυβερνήτη, τέσσερις μονάδες πεζικάριων πλησίαζαν. Ορμήσαμε στο αμάξι μας και κατευθυνθήκαμε προς αυτούς. Τους φθάσαμε στο ταχυδρομείο, μιλήσαμε μαζί τους και τους εξηγήσαμε την κατάσταση. Στη συνέχεια τους διέταξα να μην πυροβολήσουν ναύτες και είτε να παραδώσουν τα όπλα τους ή να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Οι πεζικάριοι -όπως όλοι εμείς οι απλοί εργάτες και αγρότες που αναγκαστήκαμε να φορέσουμε τη στρατιωτική στολή χωρίς καμιά σχέση με τον πόλεμο- προσχώρησαν στο επαναστατικό μας κίνημα. Οι αξιωματικοί αφοπλίστηκαν.
Οι σύντροφοί μας κατά τη διάρκεια της απουσίας μας ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί. Κέρδισαν με τη μεριά μας τη μοίρα του ναυπηγείου που βρισκόταν στον στρατώνα μας. Η μοίρα αυτή σε μεγάλο βαθμό αποτελούνταν από ταξικά συνειδητούς και οργανωμένους εργάτες.
Τώρα πια είχαμε 30.000 άνδρες. Ήταν μια ισχυρή επαναστατική δύναμη. Δυστυχώς δεν είχαμε ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα εκείνη την εποχή, που θα ήταν αναγκαίο ώστε να δώσει στο επαναστατικό κίνημα ένα ξεκάθαρο στόχο και οργανωτική σταθερότητα. Σε γενικές γραμμές στηριζόμασταν στους εαυτούς μας και δεν είχαμε καμιά σύνδεση με το κίνημα στην υπόλοιπη Γερμανία. Αναγκαστικά λειτουργούσαμε σε απομόνωση.
Το επόμενο καθήκον μας ήταν η απελευθέρωση των ναυτών που είχαν συλληφθεί. Συγκαλέσαμε τη στρατιωτική ομάδα μας και τους επαναστάτες ναύτες. Βαδίσαμε προς το κέντρο κράτησης στο Κίελο απαιτώντας την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Συνοδευμένος από τον πρόεδρο του εφετείου του Κιέλου, επιθεώρησα τον κατάλογο τον τροφίμων για να εξετάσω ποιοι είχαν φυλακιστεί για πολιτικούς ή πειθαρχικούς λόγους. Απαιτήσαμε οι κρατούμενοι αυτοί να απελευθερωθούν άμεσα. Από τη στιγμή που γνώριζα ποιοι ήταν, πήγα με τους υπαλλήλους των φυλακών του κέντρου κράτησης, διέταξα να ανοίξουν τα σχετικά κελιά και ενημέρωσα κάθε σύντροφο προσωπικά για το τέλος της κράτησής τους.
H χαρά των απελευθερωμένων στρατιωτών δεν μπορεί να περιγραφεί. Όλοι συγκεντρώθηκαν στην είσοδο των φυλακών. Εν τω μεταξύ, πήγα έξω και είπα στους στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί ότι η εποχή του χαιρετισμού των ξιπασμένων αξιωματικών είχε περάσει – τώρα οφείλουμε να χαιρετίσουμε τους πολιτικούς κρατούμενους! Όλοι συμφώνησαν με ενθουσιασμό. Έτσι, με διαταγή μου, οι κρατούμενοι εγκατέλειψαν το κέντρο κράτησης και έγιναν δεκτοί με τιμές υπό τους ήχους της «Σοσιαλιστικής Πορείας» και της «Διεθνούς».
Την ίδια ημέρα, πήγαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να υποδεχθούμε το Νόσκε. Είχαμε σχεδιάσει μια μεγάλη διαδήλωση στο Βίλχελμπλατζ, όπου ο Νόσκε και εγώ θα μιλούσαμε. Μετά την άφιξη την άφιξη του Νόσκε, του είπα ξεκάθαρα ότι δεν θα πρέπει να επιδιώξει απλά τα συμφέροντα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, διαιρώντας με αυτό τον τρόπο το κίνημα στο Κίελο. Υποκριτικά μου δήλωσε ότι ο σκοπός του ήταν να «αναπτύξει το κίνημα». Έτσι μεταβήκαμε στην Βίλχελμπλατς, όπου ο Νόσκε και εγώ μιλήσαμε στο πλήθος.
Έπειτα υπήρξε μια συνδιάσκεψη των διοικητών όλων των ναυτικών μονάδων στη μεγάλη αίθουσα στο κτίριο των συνδικάτων. Εκεί, ο Νόσκε αποκάλυψε το πραγματικό του πρόσωπο. Οι υποσχέσεις που είχε δώσει στο σιδηροδρομικό σταθμό φαίνεται να είχαν ξεχασθεί. Τα πρώτα λόγια του ήταν «Η κυβέρνηση με έχει στείλει για να εγγυηθώ αμνηστία για όλους τους επαναστάτες ηγέτες, στρατιώτες και εργάτες που συμμετείχαν στο κίνημα, αν οι διαμαρτυρίες στο Κίελο σταματήσουν άμεσα».
Τα λόγια του προκάλεσαν κύμα οργής. Τον διέκοψα, δηλώνοντας ότι δεν έμπαινε ζήτημα διακοπής των διαμαρτυριών. Όταν ο Νόσκε παρατήρησε ότι η τακτική του δεν έφερε αποτέλεσμα, χρησιμοποίησε διαφορετικές τακτικές και δήλωσε ότι αυτό που χρειαζόμασταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τώρα είναι ειρήνη, ξεκούραση, εργασία και ψωμί. Μετά από πολλές συζητήσεις, το Κεντρικό Στρατιωτικό Συμβούλιο για όλες τις ναυτικές μονάδες της Βαλτικής εκλέχθηκε. Ο Νόσκε είχε προτείνει και τον εαυτό του ως υποψήφιο αν και δεν ήταν ναύτης. Ως απάντηση προτείναμε ένα μη στρατιώτη, τον Λόθαρ Ποπ , τον πρόεδρο του τοπικού Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας ως υποψήφιο. Εγώ εκλέχτηκα πρόεδρος.
Ο Νόσκε προσπάθησε να έχει τον έλεγχο του επαναστατικού κινήματος για το καταπνίξει. Αφού είχαμε απομακρύνει τον κυβερνήτη του Κάιζερ, Αντιναύαρχο Σουχόν από τη θέση του, ο Νόσκε πρότεινε τον εαυτό του ως κυβερνήτη του Κιέλου. Διορίστηκε τελικά, αλλά η εξουσία του δεν ξεπερνούσε τη δικιά μου ως προέδρου του Κεντρικού Στρατιωτικού Συμβουλίου. Ο Νόσκε δεν μπορούσε να εκδώσει καμιά διαταγή χωρίς την υπογραφή μου.
Μόλις ο Νόσκε συνειδητοποίησε ότι η επαναστατική ζέση του Κιέλου δεν επεκτείνονταν και σε άλλες περιοχές με τον ίδιο τρόπο, εστίασε την προσοχή του στη διαίρεση των στρατιωτών στην πόλη και στο σαμποτάρισμα της δουλειάς του Κεντρικού Στρατιωτικού Συμβούλιου. Ο στόχος του ήταν να κερδίσει χρόνο, επιτρέποντας στην αντεπανάσταση να οργανώσει ένα συντριπτικό χτύπημα κατά του επαναστατικού κινήματος.
Mετάφραση Άρης Mαραβάς