Η Ένωση των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών: Ένα νέο στάδιο σοβιετικής οικοδόμησης

του Κριστιάν Ρακόφσκι – Ιούλιος 1923

Πρωτότυπος τίτλος: Soyuz Sotsialistitcheskikh Republik. Novyi Etap v sovetskom Stroitelstvo, Kharkov, 1923.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ της Νέας Προοπτικής

Η ΕΣΣΔ ιδρύθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1922, πριν από 100 χρόνια. Ανεξάρτητα από την κρίση και τις προτιμήσεις καθενός, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Σοβιετική Ένωση, το πρώτο προλεταριακό πολυεθνικό κράτος, έχει σφραγίσει ανεξίτηλα την ιστορία του αιώνα. Το παρακάτω κείμενο είναι γραμμένο από τον Κριστιάν Ρακόφσκι, τον Ιούλιο του 1923, σύνεδρο στο ιδρυτικό συνέδριο της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και τότε πρόεδρο της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ουκρανίας. Είναι ένα σημαντικό, ιστορικό κείμενο, μέσα απ’ το οποίο εμφανίζεται η αντιπαράθεση γραμμών πάνω στο σχέδιο της ένωσης των ανεξάρτητων κρατών. Ως γνωστόν, ο Λένιν αντιτάχθηκε στο σχέδιο του Στάλιν, ενώ ο Ρακόφσκι, όπως και ο Τρότσκι και άλλοι επαναστάτες μαρξιστές που αργότερα δολοφονήθηκαν από τη σταλινική γραφειοκρατία, συντάχθηκαν με τον Λένιν στην ίδρυση της ΕΣΣΔ.

Το κείμενο που σήμερα δημοσιεύουμε για πρώτη φορά στα Ελληνικά, κυκλοφόρησε υπό μορφή μπροσούρας από τον εκδοτικό οίκο του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στο Χάρκοβο, τον Ιούλιο του 1923, λίγες μέρες πριν την αποχώρηση του Κριστιάν Ρακόφσκι από τη χώρα με την ξαφνική τοποθέτησή του στην πρεσβεία της ΕΣΣΔ στο Λονδίνο. Αν και ο Κριστιάν Ρακόφσκι είχε ήδη μια μεγάλη διπλωματική εμπειρία εκπροσωπώντας την Σοβιετική Ουκρανία σε μια σειρά διεθνείς συνδιασκέψεις (Γένοβα, Ράπαλο, Λοζάνη κ.λπ.) και διμερείς συμφωνίες με διάφορες χώρες και παρόλο που, εκτός από πρόεδρος της Ουκρανικής ΣΣΔ ήταν ταυτόχρονα και Λαϊκός Κομισάριος Εξωτερικών Υποθέσεών της, η συγκεκριμένη μετακίνησή του δεν ήταν αθώα και δεν πήγαζε από την «τοποθέτηση του κατάλληλου ανθρώπου στο κατάλληλο πόστο».

Η εσπευσμένη τοποθέτηση του στην πρεσβεία του Λονδίνου, ήταν το τίμημα που πλήρωσε για την οξύτατη πολεμική και αντιπαράθεση του στο 12ο συνέδριο του κόμματος τον Απρίλιο του 1922 κατά της ανερχόμενης Σταλινικής διοίκησης, με αφορμή το εθνικό ζήτημα. Σε αυτό το κείμενο, που φαίνεται πως έχει γραφτεί λίγες εβδομάδες πριν την απομάκρυνση του από την χώρα και ίσως λίγο πριν ή λίγο μετά από αυτό το συνέδριο, θα γίνει μια πιο εκτεταμένη παρουσίαση και ανάλυση των θέσεων του, που εκφράστηκαν εκεί για το εθνικό ζήτημα σε αντιπαράθεση με τον Στάλιν.

Στο συγκεκριμένο κείμενό του, ο Ρακόφσκι, κριτικάροντας τo πρώτo σχέδιο διαμόρφωσης της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, που αριθμεί ήδη μερικούς μήνες από την συγκρότησή της, δίνει ένα σπουδαίο μάθημα μαρξιστικής πολιτικής ανάλυσης σε σχέση με το εθνικό ζήτημα, τόσο ως προς την ιστορική του αναδρομή και τις θεωρητικές προεκτάσεις του, όσο και, κυρίως, από την σκοπιά της αντιμετώπισης των άμεσων και πρακτικών καθηκόντων που θέτει στη νεαρή Σοβιετική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία η ρύθμιση των σχέσεων των συστατικών μερών της.

Από αυτήν την άποψη δεν έχει μόνο τεράστια ιστορική σημασία για τις σχέσεις Ρωσίας και Ουκρανίας – ούτως ή άλλως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από μόνη της και υπό το πρίσμα των σύγχρονων εξελίξεων. Έχει τεράστια σημασία και από τη σκοπιά της χάραξης μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, διότι στρέφει την προσοχή μας στη συζήτηση για τον ρόλο των εθνών στη μεταβατική σοσιαλιστική κοινωνία, στις αναμεταξύ τους σχέσεις, στη σχέση μεταξύ κεντρικού σοσιαλιστικού σχεδίου και φεντεραλισμού, στη σχέση των εσωτερικών ισορροπιών ενός απομονωμένου επαναστατικού κράτους και την αλληλεπίδρασή τους με την διεθνή δυναμική της παγκόσμιας επανάστασης κ.λπ. Επιπλέον επανεγκαθιδρύει την ελευθεριακή κομμουνιστική αντίληψη του Μαρξισμού για το ρόλο του κράτους, μια πλευρά του Μαρξισμού που έχει διαστρεβλωθεί και δεινοπαθήσει από τους επιγόνους του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν.

Η μετάφραση στα Ελληνικά για λογαριασμό της Νέας Προοπτικής, έγινε από το Γαλλικό κείμενο των Cahiers Leon Trotsky όπως ανέβηκε πρόσφατα στο Γαλλικό τμήμα του Marxist Internet Archive.

https://www.marxists.org/francais/clt/1979-1985/CLT17-Mar-1984.pdf

Ο διαχωρισμός σε ενότητες του ενιαίου πρωτότυπου κειμένου για λόγους κατανόησης της ροής τους, η επιμέλεια των σημειώσεων και το εισαγωγικό σημείωμα έγινε από τον Γιώργο Χλωρό.

***

ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΜΑΣ

Το τέλος του 1922 σηματοδοτεί μια ιδιαίτερη καμπή στην ιστορία των σοβιετικών δημοκρατιών, καθώς αυτές επανεξέτασαν τις σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ τους μέχρι τότε. Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των διαφορετικών ξεχωριστών δημοκρατιών στην αρχή, και στη συνέχεια η Παν-Ενωσιακή Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή ενέκριναν λίγο ως πολύ παρόμοιες αποφάσεις σχετικά με την ανάγκη διαμόρφωσης και ανάπτυξης της Ένωσης αναμεταξύ τους, καθώς και της πληρέστερης εμφάνισής της.

Μέχρι σήμερα, οι σχέσεις μεταξύ των δημοκρατιών της Ένωσης ρυθμίζονταν από ξεχωριστές διμερείς συμφωνίες μεταξύ αυτών και της Ρωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Η Σοβιετική Ουκρανία και η Ρωσική ΣΣΟΔ είχαν τη δική τους συμφωνία. Το ίδιο συνέβαινε και με την Γεωργία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν κ.λπ. που κατέληγαν σε διμερείς συμφωνίες με την Ρωσία. Μια τέτοια  κατάσταση προφανώς δεν θα μπορούσε πλέον να θεωρηθεί φυσιολογική.  Επιπλέον, αυτές οι ξεχωριστές συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ των διαφορετικών δημοκρατιών και της Ρωσικής ΣΣΟΔ, είχαν έναν πολύ γενικό χαρακτήρα. Η κύρια αδυναμία τους προέρχονταν από την έλλειψη σαφούς διάκρισης μεταξύ των γενικών λειτουργιών των ενοποιημένων κομισαριάτων και των ξεχωριστών Ρωσικών τμημάτων τους.

Θα ήθελα να επισημάνω καταρχάς αυτή, ως την κυριότερη από τις αδυναμίες στην ανάπτυξη της Ένωσής μας, αλλά, φυσικά, υπάρχουν πολλές ακόμη. Δεν θα μπορούσε φυσικά να γίνει διαφορετικά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν όλη η προσοχή επικεντρώθηκε στην ανάγκη να υπερασπίσουμε τις σοβιετικές δημοκρατίες. Τα ζητήματα που αφορούσαν την αμοιβαιότητα και ισοτιμία στις αναμεταξύ τους σχέσεις, φάνταζαν ως δευτερεύουσας σημασίας εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, όλοι παραδέχονταν ότι, αν καταφέρναμε τελικά να διατηρήσουμε την ύπαρξή μας ως κράτους, θα ερχόταν η ώρα να ρυθμίσουμε τις σχέσεις μεταξύ των σοβιετικών δημοκρατιών σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές ενός προλεταριάτου κράτους που απορρίπτει οποιαδήποτε ταξική ή εθνική καταπίεση.

Όπως γνωρίζετε, τα κύρια συνταγματικά θεμέλια που έγιναν δεκτά στο 1ο Παν-Ενωσιακό Συνέδριο των Σοβιέτ 1To 1ο Παν-Ενωσιακό συνέδριο των Σοβιέτ συγκλήθηκε στη Μόσχα στις 30 Δεκεμβρίου 1922. Συμμετείχαν 2.225 αντιπρόσωποι εκ των οποίων, 1.727 από την Ρωσική ΣΣΟΔ, 364 από την Ουκρανική ΣΣΔ, 91 από την ΣΣΔ της Υπερκαυκασίας και 33 από την Λευκορωσική ΣΣΔ. Πολιτικά οι 2.000 περίπου, ήταν στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ υπήρχαν ακόμη 2 αριστεροί φεντεραλιστές από τον Καύκασο, 1 αναρχικός, 1 μέλος του Εβραϊκού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και όλοι οι υπόλοιποι ήταν ακομμάτιστοι. Πρόεδρος του συνεδρίου ήταν ο Καλίνιν και γραμματέας ο Eνουκίτζε. Το συνέδριο βασικά ενέκρινε την συμφωνία για την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών που είχαν υπογράψει λίγες μέρες νωρίτερα οι τέσσερεις προ-αναφερόμενες δημοκρατίες και εξέλεξε την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. (Σ.τ.Μ.) δεν έχουν ακόμη αναθεωρηθεί και δεν έχουν επανεξεταστεί από τις συνόδους των διαφορετικών κεντρικών εκτελεστικών επιτροπών των ξεχωριστών δημοκρατιών. Μετά την προσθήκη όλων των απαραίτητων τροποποιήσεων, αυτά τα συνταγματικά θεμέλια θα επικυρωθούν σε κατοπινή συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Ένωσης. Εις ό,τι αφορά το ίδιο το Σύνταγμα της Ένωσης, θα πρέπει επιτέλους να επικυρωθεί στο Δεύτερο Παν-Ενωσιακό Συνέδριο των Σοβιέτ. Φαίνεται όμως μέχρι στιγμής ότι τα προαναφερθέντα γενικά θεσμικά όργανα της Ένωσης (από τα οποία, μέχρι στιγμής, έχει εκλεγεί μόνο η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης) έχουν εμφανίσει ήδη ορισμένα ελαττώματα στους όρους συγκρότησής τους.

Όπως είναι γνωστό, το Συνέδριο των Σοβιέτ της Ένωσης και η Εκτελεστική Επιτροπή της, εκλέγονται με καθολικό δικαίωμα ψήφου από ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση σύμφωνα με την εκλογική νομοθεσία και το σοβιετικό δίκαιο. Με αυτόν τον τρόπο, το Συνέδριο των Σοβιέτ της Ένωσης και η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της, που εκλέγεται από αυτό το Συνέδριο, αντανακλούν με ακρίβεια την βούληση για το σύνολο των ψηφοφόρων. Στην πράξη όμως, αν αναλογιστούμε τον αριθμό των εργαζομένων-ψηφοφόρων στις ξεχωριστές δημοκρατίες, ανακαλύπτουμε ότι μερικές δημοκρατίες θα μπορούσαν να ελέγξουν όλη τη Σοβιετική ζωή έχοντας την πλειοψηφία στους Σοβιετικούς θεσμούς. Αυτό που συμβαίνει συνεπώς είναι ότι στην πράξη, η πλειοψηφία των αντιπροσώπων στο Συνέδριο των Σοβιέτ της Ένωσης και η πλειοψηφία των αντιπροσώπων που εκλέγονται από το Συνέδριο στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης (ανάλογα με τον συνολικό αριθμό των αντιπροσώπων) εξασφαλίζουν αυτόματα την πλειοψηφία των ψήφων για την Ρωσική ΣΣΟΔ.

Θα μπορούσαμε άραγε από αυτή τη διαπίστωση να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το Συνέδριο των Σοβιέτ της Ένωσης και η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της, δεν θα έπρεπε να εκλέγονται σύμφωνα με τις αρχές της Σοβιετικής Δημοκρατίας;

Φυσικά και όχι!

Εάν το Συνέδριο των Σοβιέτ της Ένωσης έπαυε να αποτελεί άμεση έκφραση των μαζών και οι ψηφοφόροι του δεν απολάμβαναν ίσα δικαιώματα, θα έχανε το νόημά του ως πανεθνικός θεσμός των εργατών και των αγροτών και θα έπαυε να διαδραματίζει το ρόλο του εκφραστή και οργανωτή των ευρύτερων μαζών των ξεχωριστών δημοκρατιών, που κινητοποιούνται προς το ταξικό τους συμφέρον.

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΘΝΩΝ & ΟΙ ΔΥΟ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Ο κίνδυνος όμως να κυριαρχηθούν οι μικρότερες δημοκρατίες από τις μεγαλύτερες, έχει ήδη επισημανθεί στις αποφάσεις τής συνόδου της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο,2Συνεδρίαση 5 – 7 Οκτωβρίου 1922. (Σ.τ.Μ.)δηλαδή πολύ πριν από το πρώτο Παν-Ενωσιακό συνέδριο των Σοβιέτ.

Για να ξεπεράσουμε αυτόν τον κίνδυνο όμως, πρέπει να στραφούμε και προς μια άλλη κατεύθυνση. Μαζί με την ταξική εκπροσώπηση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής και του Προεδρείου της, θα πρέπει επίσης να εξετάσουμε πώς θα επιτευχθεί η εκπροσώπηση των εθνών των επιμέρους δημοκρατιών. Μαζί με την ισότητα των ψηφοφόρων που διασφαλίζεται από τον σοβιετικό εκλογικό νόμο, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η προστασία της ισότητας των ξεχωριστών δημοκρατιών, ή τουλάχιστον η σχετική ισότητά τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, υπήρξε ήδη μια προγενέστερη ιδέα που είχε προταθεί, αυτή της δημιουργίας ενός δευτεροβάθμιου οργάνου διακυβέρνησης της Ένωσης. Αυτή η πρόταση εγκρίθηκε επί της αρχής και αναμφίβολα θα πρέπει να γίνει αποδεκτή κατά την επόμενη σύνοδο των εθνικών Εκτελεστικών Επιτροπών αλλά και της Παν-Ενωσιακής.

Τα ενοποιημένα αστικά κράτη χρησιμοποίησαν στο παρελθόν ένα τέτοιο μέτρο για να ξεπεράσουν αυτή την αντίφαση ανάμεσα στα διαφορετικά εθνικά συστατικά μέρη τους. Φυσικά, δεν αντιτιθέμεθα από άποψη αρχής στη χρήση κανενός τέτοιου αστικού πειράματος, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι πετυχημένο, δεδομένου ότι η αστική τάξη έχει προστατεύσει πολύ έξυπνα τα συμφέροντά της, οργανώνοντας τον κρατικό μηχανισμό της απέναντι στον κίνδυνο να διαλυθεί εκ των έσω, από τη δική της γραφειοκρατία.

Εδώ μπορούμε να επισημάνουμε τρία σχετικά παραδείγματα: τις ΗΠΑ, την Ελβετία και τη Γερμανία.

Και τα τρία είναι ενοποιημένα κράτη που απαρτίζονται από διαφορετικά μικρότερα συστατικά. Λειτουργούν με ένα σύστημα διπλής βαθμίδας διακυβέρνησης, όπου το ένα εκλέγεται βάσει του καθολικού δικαιώματος ψηφοφορίας από όλο τον πληθυσμό της χώρας, ενώ το άλλο εκπροσωπεί τα συστατικά κράτη μέλη της Ένωσης. Εξάλλου «ΗΠΑ» σημαίνει Ηνωμένες Πολιτείες. Στο δευτεροβάθμιο όργανο διακυβέρνησης της Ελβετίας, τα τρία Ελβετικά κρατικά μέρη εκπροσωπούνται εξίσου και ισότιμα, ανεξάρτητα από τις μεγάλες διαφορές στην πληθυσμιακή σύνθεση των εθνικών μερών τους. Είναι τέλος γεγονός ότι, στην περίπτωση της Γερμανίας, τα επί μέρους κράτη δεν έχουν ισότιμο δικαίωμα ψήφου. Αλλά, ωστόσο, κανένα από αυτά, από μόνο του, δεν είναι σε θέση να μπορεί να συγκεντρώσει την πλειοψηφία κατά και παρά τη συλλογική ψήφο του Ομοσπονδιακού Σώματος. Ως εκ τούτου, από τις εξήντα ψήφους στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, η Πρωσία έχει μόνο τις δεκαεπτά, αν και ο πληθυσμός της είναι ίσος με αυτόν όλων των άλλων κρατών μαζί.

Δεν πρόκειται να μπούμε στις λεπτομέρειες των προτάσεων για την λειτουργία του συστήματος των δύο κυβερνητικών σωμάτων στην παρούσα φάση. Αυτό που είναι σημαντικό να επισημάνουμε και να τονίσουμε είναι ότι, τα θεμέλια της ανάπτυξης της Σοβιετικής Ένωσης που εγκρίθηκαν στο Πρώτο Συνέδριο της Ένωσης, θα υποβληθούν εκ νέου σε μια σειρά τροποποιήσεων προκειμένου να προσαρμοστούν καλύτερα στις απαιτήσεις ενός κράτους εργατών-αγροτών. Προφανώς, ακόμη και μετά την έγκριση του Συντάγματος της Ένωσης στην «τελική του μορφή», ο όρος «τελική μορφή» θα πρέπει να ερμηνευθεί με σχετικότητα. Η νέα μας εμπειρία ως κράτος, μια νέα διεθνής κατάσταση και νέες εσωτερικές σχέσεις, θα μπορούσαν να καταστήσουν απαραίτητες ορισμένες ακόμη αλλαγές στο μέλλον.

Το Σύνταγμα της Σοβιετικής μας Ομοσπονδίας προβλέπει ακόμη και το δικαίωμα των μεμονωμένων δημοκρατιών να αποσχίζονται από την Ένωση με δική τους πρωτοβουλία. Και επιπλέον, κάθε δημοκρατία θα διατηρεί το δικαίωμα να προτείνει κάθε είδους τροποποιήσεις στο σύνταγμα κατά τον ίδιο τρόπο, όπως το ίδιο θα μπορεί να κάνει και μια μεμονωμένη ομάδα αντιπροσώπων, που θα ενεργεί σύμφωνα με την αναγνωρισμένη συνταγματική διαδικασία. Η ανατροπή του καπιταλισμού σε άλλες χώρες, η ανάπτυξη της κρατικής βιομηχανίας, η ανάπτυξη του πλούτου και της οικονομικής κατάστασης της χώρας, η αύξηση των πόρων της κ.λπ., όλα αυτά είναι παράγοντες που θα δημιουργήσουν αναπόφευκτα νέες συνθήκες. Συνεπώς, οι σχέσεις της Ένωσης θα πρέπει είναι τέτοιες ώστε, οι επί μέρους δημοκρατίες να μπορούσαν να αποκτήσουν μεγαλύτερη οικονομική, πολιτική και διοικητική ανεξαρτησία, όταν αυτό το επιτρέψει η διεθνής και η εσωτερική κατάσταση.

Αναμφίβολα, θα έρθει και η στιγμή -στο μακρινό μέλλον- όπου δεν θα χρειάζεται καμιά ένωση, διότι δεν θα χρειάζεται γενικά και κανενός είδους κράτος. Αν και, θα το επαναλάβω, βρισκόμαστε ακόμη μακριά από αυτό, η τωρινή μεταβατική εποχή είναι αυτή που πρέπει να προετοιμάσει το έδαφος για μια μετάβαση προς μια πραγματικά κομμουνιστική κοινωνία. Αναφέρομαι σε αυτό το γεγονός εδώ, προκειμένου να αποσαφηνιστεί και η ανάγκη για μια σοβαρή μαρξιστική συζήτηση για την προοπτική μας στις διεθνείς σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινηθούμε σχετικά με αυτές. Αυτή θα μας έκανε να λαμβάνουμε υπόψη τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και να προσαρμόσουμε έτσι, όλα τα θεσμικά μας όργανα στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Σε κάποιο σημείο αυτής της διεθνούς δυναμικής, αυτή ή η άλλη θεσμική μορφή που θα γίνει τελικά αποδεκτή από τις σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες θα είναι αδιάφορη.

Αυτό που έχει σημασία όμως τώρα, είναι η αποσαφήνιση της μεθοδολογίας προσέγγισης της λύσης του εθνικού προβλήματος – που το ίδιο, αυτό καθαυτό, είναι μια πτυχή της ανάπτυξης της Σοβιετικής Ένωσης. Για να φτάσουμε σε αυτή την αποσαφήνιση, πρέπει να γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω και να θυμηθούμε τη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στο εθνικό ζήτημα πριν και λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Ως μαρξιστές, τονίζουμε συνεχώς τον τεράστιο επαναστατικό-προοδευτικό ρόλο, που έπαιξε στο παρελθόν το κεφάλαιο στην ανάπτυξη όλων των πολιτικών και οικονομικών μορφών της κοινωνικής ζωής. Το εθνικό ζήτημα -δηλαδή, η αυτοσυνείδηση της κάθε πληθυσμιακής ομάδας που ενώθηκε με δεδομένα την κοινή της καταγωγή, την κοινή της γλώσσα, το κοινό γεωγραφικό της έδαφος, την προηγούμενη κοινή ιστορία και τα έθιμά της, καθώς και τη συνείδηση για το δικαίωμα της ανεξάρτητης ύπαρξής της- γεννήθηκε από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ήταν μόνο η ανάπτυξη του καπιταλισμού αυτή που έσπασε τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσω των οποίων ο φεουδαρχισμός καθυστερούσε την συνολικότερη εθνική ανάπτυξη. Και μόνο ο καπιταλισμός υπερέβη όλα τα εμπόδια και τα όρια που είχε θέσει ο κατακερματισμός κατά τον Μεσαίωνα, τόσο μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου όσο και του ενός κρατιδίου από το άλλο. Ο καπιταλισμός ήταν που ανακάτεψε τα έθνη και δημιούργησε νέες ομαδοποιήσεις σύμφωνα με τις νέες ταξικές διαστρωματώσεις σε κάθε συγκεκριμένο λαό.

Αρκεί να θυμηθούμε τον επαναστατικό ρόλο που έχει διαδραματίσει η ελευθερία του εμπορίου. Αυτή, όχι μόνο συνέβαλε στην συμπερίληψη των εντελώς καθυστερημένων και πολιτιστικά απομονωμένων αγροτικών μαζών σε μια παγκόσμια οικονομική ζωή. Αυτή ήταν, που τους εισήγαγε στην πολιτική και πνευματική ζωή της χώρας, διαμορφώνοντας τις ταξικές διαφοροποιήσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών και τελικά εισάγοντας τον ταξικό αγώνα, μέσα στο ίδιο το χωριό.

Τον δέκατο όγδοο αιώνα, το κάλεσμα του «εθνικού αγώνα» ήταν ήδη εμφανές στις ανεπτυγμένες εμπορικά χώρες των αποίκων της Βόρειας Αμερικής, ειδικά εκείνων που ήταν Αγγλικής καταγωγής. Αλλά είναι ο δέκατος ένατος αιώνας, αυτός διατηρεί με υπερηφάνεια τα πρωτεία του στην ιστορία αυτή, από κάθε άποψη. Ανεξάρτητα από όλους τους άλλους τίτλους του, ο δέκατος ένατος αιώνας είναι αυτός που απέκτησε τον τίτλο της «εποχής των εθνών». Το εθνικό κίνημα, που ξεκίνησε ήδη την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, συνεχίζεται μετά και φτάνει μέχρι τη δική μας εποχή, στις μέρες μας. Αρκεί να θυμηθούμε τα κύρια γεγονότα αυτού του αιώνα για να κατανοήσουμε τη δυναμική του.

Οι αρχές του δέκατου ένατου αιώνα χαρακτηρίστηκαν από τις απαρχές του ισχυρού κινήματος για την ενοποίηση της Γερμανίας.

Η ιστορία της Ελλάδας και της Σερβίας, κατά την ίδια περίοδο, σημαδεύτηκε από τις εξεγέρσεις τους: η πρώτη κέρδισε την ανεξαρτησία της και η δεύτερη την αυτονομία της.

Μετά τον πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Αυστρίας το 1859, η Ιταλία πέτυχε την ενοποίησή της μετά από μια σειρά εξεγέρσεων. Εξεγέρσεις κατά της δυναστείας των Βουρβόνων της Νάπολης, κατά της αυστριακής κυριαρχίας στη βόρεια Ιταλία και τελικά και κατά της φεουδαρχικής απολυταρχίας στην κεντρική Ιταλία.

Η πτώση της Ιουλιανής Μοναρχίας το 1848 στη Γαλλία πυροδότησε την έναρξη των εθνικών εξεγέρσεων στην Ουγγαρία, την Βοημία και την ίδια την Αυστρία.

Είκοσι χρόνια αργότερα ξεκίνησε ένας μακροχρόνιος αντάρτικος αγώνας στη Βοσνία, στην Ερζεγοβίνη και στη Βουλγαρία, ο οποίος έληξε με τον Ρωσο-τουρκικό Πόλεμο του 1877 και τη Βουλγαρική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.

Αργότερα, η ιστορία αυτή επεκτάθηκε προς νότο και ανατολή, με την έναρξη των εθνικών κινημάτων στη Μακεδονία, την Αλβανία και την Αραβία.

Τέλος, θα αναφέρουμε την εξέγερση και τον πόλεμο στην Ιρλανδία πριν από έναν αιώνα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ήταν τα ξεσηκωμένα έθνη αυτά που τελικά θα κέρδιζαν. Αντίθετα, πολλές φορές νικητές αναδεικνύονταν τα έθνη που τα καταπίεζαν. Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε σχετικά, ορισμένα εθνικά κινήματα και εθνικές εξεγέρσεις στη Ρωσία – όπως για παράδειγμα, την Πολωνική εξέγερση του 1863.

Και άλλες φορές, υπήρξαν έθνη που «βοηθούσαν» δήθεν στον ξεσηκωμό των ασθενέστερων, αλλά στην ουσία τα χρησιμοποιούσαν για το δικό τους όφελος. Κατέχουν ξεχωριστή θέση σε αυτά τα παραδείγματα της ιστορίας, οι εθνικοί αγώνες των λαών της Αυστροουγγαρίας. Πολλά έθνη σε αυτήν την αυτοκρατορία μάχονταν ενάντια στην διπλή εθνική καταπίεση των Γερμανών και των Ούγγρων με στόχο την απόκτηση της εθνικής αυτονομίας τους. Πολλές φορές αυτό γινόταν με την καθυπόταξη αυτών των ασθενέστερων εθνών (Κροάτες, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Σλοβάκοι) στη σφαίρα επιρροής άλλων μεγαλύτερων δυνάμεων.3Εδώ ο Ρακόφσκι αναφέρεται τόσο για τον ξεσηκωμό των Κροατών κατά των Ούγγρων που προώθησε η ίδια η Βιέννη για να βρει συμμάχους για να καταστείλλει την Ουγγρική επανάσταση, όσο και για τις ιδιοτελείς προσπάθειες της Τσαρικής Ρωσίας να υποδαυλίζει εξεγέρσεις Βαλκανικών λαών κατά της Αυστροουγγαρίας ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Σ.τ.Μ.).

Στη δική μας εποχή, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος έδωσε μια νέα ώθηση στους εθνικούς αγώνες.

Είδαμε τους Ιρλανδούς να αγωνίζονται για την πλήρη ανεξαρτησία τους.

Είδαμε τον αγώνα των Φλαμανδών του Βελγίου να ζητάνε την πλήρη ισότητα των εκλογικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους με τούς Βαλόνους.

Βλέπουμε τα τεράστια εθνικά κινήματα σε όλες τις αποικίες, από την Ασία και τις μουσουλμανικές χώρες μέχρι την Αφρική και την Κίνα.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε εδώ στο εθνικό κίνημα στην Κίνα καθώς επίσης και πιο πριν σ’ αυτό που είχε αναπτυχθεί στην Ιαπωνία.

Απέχοντας φυσικά πολύ από το να παραθέσουμε μια αναλυτική λίστα όλων των εθνικών κινημάτων, αναφερθήκαμε σε μερικά από αυτά που έχουν μεγάλη και γνωστή ιστορία για να αναδείξουμε το εύρος της υπόθεσης των εθνικών αγώνων.

Φυσικά κανείς δεν πρέπει να αποσιωπά το γεγονός ότι οι τοπικές αστικές τάξεις, επιδιώκουν να εμφανιστούν ως τα «υποκείμενα» αυτών των εθνικών αγώνων και να τεθούν επικεφαλής τους. Χρησιμοποιούν χωρίς καμιά αμφιβολία την αγανάκτηση των ευρύτερων λαϊκών τάξεων ενάντια στην εθνική καταπίεση που υφίστανται, με σκοπό να εδραιώσουν την δική τους κυριαρχία. Οι ντόπιες αστικές τάξεις βλέπουν πως χάνουν τον πλούτο της χώρας τους, που πέφτει στα χέρια των «καταραμένων ξένων» και για αυτόν τον λόγο προσπαθούν να τον αρπάξουν οι ίδιες και έτσι να συνεχίσουν αυτές πλέον, να εκμεταλλεύονται τις εργατικές και αγροτικές μάζες.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΉΤΗΜΑ & ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Στο βαθμό που οι εθνικές αστικές τάξεις καταστρέφουν τα παλιά φεουδαρχικά γραφειοκρατικά κράτη, όπως ήταν για παράδειγμα η Τσαρική απολυταρχική Ρωσία ή η κληρικομοναρχική Αυστροουγγαρία και στο βαθμό που υπονομεύουν τα μεγάλα αποικιακά και ιμπεριαλιστικά κράτη όπως στις μέρες μας, τότε αναμφίβολα αποτελούν έναν μεγάλο επαναστατικό παράγοντα.

Από αυτήν την άποψη και όταν αυτό συμβαίνει, το Κομμουνιστικό κόμμα υποστηρίζει πάντα τα εθνικά κινήματα. Ωστόσο το Κομμουνιστικό κόμμα, πάντα βρισκόταν σε ετοιμότητα για να χτυπήσει τον εθνικισμό, όταν αυτός αντί να επιτεθεί ενάντια στην κυριαρχία της φεουδαρχίας ή των ημιφεουδαρχικών κρατών, επέλεγε αντίθετα να επιτεθεί ενάντια στη δική του εργατική τάξη. Όταν δηλαδή δηλητηρίαζε την συνείδηση των εργαζομένων με εθνικιστικό δηλητήριο και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιχειρούσε να τους υποχρεώσει να υπηρετήσουν τελικά τα συμφέροντα της εθνικής αστικής τάξης.

Ας εξετάσουμε τώρα μια δεύτερη τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γνωρίζουμε καλά πως καθώς εξελισσόταν ο καπιταλισμός, δεν ολοκλήρωνε σχεδόν ποτέ με συνέπεια το προοδευτικό και επαναστατικό του έργο. Αλλά παρόλα αυτά, σε μεγάλο βαθμό, κατάστρεψε τα φεουδαρχικά γραφειοκρατικά κράτη και έχτισε πάνω στα ερείπια τους τα νέα εθνικά κράτη.

Για να αναπτυχθεί όμως παραπέρα ο καπιταλισμός χρειάζονταν μια διεθνή αγορά και μια μεγαλύτερη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής. Αυτό απαιτούσε μεγάλα και ενοποιημένα κράτη με σχετικά μεγάλους πληθυσμούς, τεράστιες εκτάσεις και πολλές διαθέσιμες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Όσο μεγαλύτερες είναι οι διαστάσεις της χώρας, τόσο πιο πολύ αναπτύσσονταν πληθυσμιακά. Και όσο πιο ποικιλόμορφος είναι ο εθνικός πλούτος της, τόσο ταχύτερη είναι η εμπορική και βιομηχανική της ανάπτυξη, καθώς επίσης η ανάπτυξη της παραγωγικής της δύναμης και τελικά η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Επιπλέον, στον αγώνα για την κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά, ο καπιταλισμός μιας χώρας ολοένα και περισσότερο γινόταν πρόθυμος να συμμαχήσει με μια άλλη που θα επέλεγε ως σύμμαχο, ενάντια σε εκείνη ή εκείνες που θεωρούσε ως κυριότερο ανταγωνιστή της. Παράλληλα, διεθνή τραστ και καρτέλ δημιουργήθηκαν υπό τον έλεγχο μεγάλων διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις έχουν μπει ως μέτοχοι σε αυτά τα συμμετοχικά σχήματα. Φυσικά, η δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς έγινε δυνατή μόνο μετά την εθελοντική ή μη, συγκατάθεση και συμμετοχή των κρατών σε μια μεγάλη γκάμα διεθνών και διμερών εμπορικών συμφωνιών, καθώς επίσης και μια σειρά τεχνικών συμφωνιών που καθορίζουν την λειτουργία ταχυδρομικών υπηρεσιών, τηλεγραφείων, ναυσιπλοΐας κ,λπ., καθώς και κάθε είδους παραχωρήσεων και εκχωρήσεων.

Με δυο λόγια, με την δύναμη της πειθούς ο καπιταλισμός έχει διεθνοποιήσει την οικονομική και την πολιτική ζωή σε όποια γωνιά του πλανήτη κυριάρχησε. Φυσικά, όλα αυτά τα έκανε για να προστατεύσει τα δικά του συμφέροντα. Αλλά με αυτόν τον τρόπο, ταυτόχρονα και παρά τη θέλησή του, διευκόλυνε και την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Η διαμόρφωση των μεγάλων κρατικών οντοτήτων, ευνόησε την συγκρότηση ισχυρών επαγγελματικών αλλά και πολιτικών οργανώσεων που έδωσαν μια ώθηση συνολικά στο διεθνές εργατικό κίνημα. Τα πλεονεκτήματα μιας τεράστιας εθνικής οικονομίας και των αντίστοιχων πολιτικών θεσμών της, είναι τόσο προφανή, που κάθε συνειδητός εργαζόμενος το αντιλαμβάνεται με ικανοποίηση.

Στο πρόγραμμά του, το Κομμουνιστικό Κόμμα πάντα τόνιζε και τις δύο τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης: τόσο αυτήν της εθνικής απελευθέρωσης όσο και αυτήν της διεθνοποίησης της πολιτικής και οικονομικής ζωής. Η παράγραφος 13 του πρώτου προγράμματος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού κόμματος, το οποίο επιβεβαιώθηκε στο δεύτερο συνέδριο του κόμματος τον Αύγουστο του 1903,4Το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό κόμμα αν και ιδρύθηκε το 1898 (στο Μινσκ) δε είχε καταφέρει να καταλήξει σε πρόγραμμα. Αυτό θα συμβεί με το σχέδιο που παρουσίασε ο Λένιν το 1902 κατά την διάρκεια της προετοιμασίας του δευτέρου συνεδρίου που θα διεξαχθεί τον Αύγουστο του 1903 στην εξορία (Λονδίνο και Βρυξέλλες). Είναι το συνέδριο στο οποίο θα εκδηλωθεί για πρώτη φορά η διάσπαση σε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους. (Σ.τ.Μ.) υιοθέτησε την πρόβλεψη για το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση. Το συνέδριο αυτό, μάλιστα, επέκτεινε παραπέρα την παράγραφο 13 του προγράμματος, αναφέροντας μεταξύ άλλων και την δυνατότητα της εθνικής ανεξαρτησίας μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού.

Όπως είναι δυνατή η εθνική συγκρότηση μέσα στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής κοινωνίας –που βασίζεται στην εκμετάλλευση, αλλά και τον εσωτερικό ανταγωνισμό– κατά τον ίδιο τρόπο είναι δυνατόν να εμφανιστούν δημοκρατικά εθνικά κράτη στο βαθμό που θα παραμείνουν συνεπή στις αρχές τους. Δηλαδή, εάν παραμείνουν προσηλωμένα στο στόχο των ίσων δικαιωμάτων για όλα τα έθνη και όλες τις γλώσσες της επικράτειάς τους. Εάν διαφυλάξουν την προστασία των σχολείων που θα διδάσκουν την μητρική γλώσσα στον τοπικό πληθυσμό. Εάν περιλαμβάνουν στο σύνταγμά τους την πρόνοια για ίσα θεμελιώδη δικαιώματα για όλα τα έθνη και την κατάργηση των προνομίων μερικών εθνών έναντι άλλων. Εάν τέλος, σταματήσουν την παραβίαση των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων. Αυτή η πολύ ευρεία αντίληψη εθνικών δικαιωμάτων υιοθετήθηκε και από το συνέδριο του κόμματος το 1917.5Αναφέρεται στο 6ο συνέδριο του κόμματος που έγινε στην Πετρούπολη τον Αύγουστο του 1917 κατά την διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων μεταξύ της Φεβρουαριανής και της Οκτωβριανής επανάστασης. Ήταν το τελευταίο κομματικό συνέδριο το οποίο θα συγκληθεί με τον τίτλο «Σοδιαλδημοκρατικό» καθώς ευθύς αμέσως μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό. Παράλληλα ήταν το συνέδριο που επισημοποίησε την προσχώρηση της οργάνωσης των «Διαχτιδικών Σοσιαλιστών – Μεζραγιόντσι» στο κόμμα –ανάμεσα σε άλλες μικρότερες σοσιαλιστικές ομάδες- και την εκλογή του Τρότσκι στο Πολιτικό Γραφείο. (Σ.τ.Μ.)

Φυσικά, η ίδια η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν αναίρεσε την στάση τού κόμματος απέναντι στο εθνικό ζήτημα. Αντιθέτως μάλιστα, ήταν μόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση που δημιουργήθηκαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την οριστική επίλυση του εθνικού ζητήματος. Στην προεπαναστατική Τσαρική αριστοκρατική Ρωσία, οι γαιοκτήμονες και οι καπιταλιστές ήταν παράλληλα και οι βασικοί παράγοντες της εθνικής καταπίεσης, καθώς ενσάρκωναν την πολιτική τού «Εκρωσισμού» των αλλοεθνών πληθυσμών της χώρας. Έτσι, μέχρι τότε που κυβερνούσαν, δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια δίκαιη λύση στο εθνικό ζήτημα. Και το ίδιο θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως ίσχυσε και στα πλαίσια του μεσοδιαστήματος της Ρωσίας ως μιας αστικοδημοκρατικής χώρας. Αυτό εξάλλου, επισημάνθηκε μέσα από την πείρα μας το 1917 και επιβεβαιώθηκε και στο κομματικό συνέδριο του ίδιου έτους. Οι προϋποθέσεις για την επίλυση του εθνικού ζητήματος εμφανίστηκαν μόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η οποία κατήργησε την κυριαρχία των καπιταλιστών, των αρχόντων και της τσαρικής γραφειοκρατίας. Δηλαδή, των τάξεων που εμπόδιζαν τα έθνη να συνειδητοποιήσουν και να ασκήσουν εμπράκτως το δικαίωμά τους στην εθνική αυτοδιάθεση.

Ωστόσο, σε ορισμένους δευτερεύουσας σημασίας κύκλους του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Οκτωβριανή Επανάσταση δημιούργησε και ορισμένες αυταπάτες που οδήγησαν σε μια δογματική αντίληψη. Με την ανατροπή της καπιταλιστικής και της αριστοκρατικής εξουσίας, τους δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το εθνικό ζήτημα είχε ήδη αυτόματα διευθετηθεί. Για αυτούς τους συντρόφους, κάθε συζήτηση για το εθνικό ζήτημα, φάνταζε σαν κατάλοιπο των παλαιών χρόνων πριν την επανάσταση. Αυτές οι αντιλήψεις των συγκεκριμένων συντρόφων, μας θύμισαν παρόμοιες που είχαν διατυπώσει παλαιότερα μερικοί Γάλλοι σοσιαλιστές. Αν και στο διάβα των ετών, έγιναν καλοί μαρξιστές, κατά τη διάρκεια της Πρώτης Διεθνούς θεωρούσαν τις εθνικότητες ως «ξεπερασμένες προκαταλήψεις»:

Συζητώντας σχετικά με τον Αυστροουγγρικό πόλεμο σε ένα γράμμα του προς τον Ένγκελς, στις 20 Απριλίου του 1866, έγραφε ο Μαρξ:

«Χθες έλαβε χώρα μια συνεδρίαση του Συμβουλίου της Διεθνούς για τον τωρινό πόλεμο… Όπως το περίμενα η συζήτηση αναπόφευκτα καταπιάστηκε με το “εθνικό ζήτημα” και την στάση μας απέναντί του… Οι αντιπρόσωποι της “Νέας Γαλλίας” (μια μη εργατικής οργάνωσης) ήρθαν με μια ανακοίνωση που θεωρούσε πως όλες οι εθνότητες και ακόμη και τα ίδια τα έθνη, δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από “αναχρονιστικές προκαταλήψεις”… Οι Άγγλοι αντιπρόσωποι έβαλαν τα γέλια όταν ξεκίνησα την ομιλία μου λέγοντας πως ο φίλος μας ο Λαφάργκ και οι υπόλοιποι, που έχουν ξεμπερδέψει δήθεν με το εθνικό ζήτημα, μας μίλησαν στα Γαλλικά, σε μια γλώσσα δηλαδή που δεν κατανοούσαν τα 9/10 των συνέδρων. Προσέθεσα επιπλέον πως με την άρνηση της ύπαρξης των εθνικών μειονοτήτων που προτείνει, του είναι απολύτως ανεξήγητη η κατανόηση της απορρόφησής τους από το κυρίαρχο Γαλλικό μοντέλο έθνους».

Ο Λένιν έγραψε το ακόλουθο σημείωμα στον λόγο του για τον Μαρξ:

«Αν την ώρα που εμφανιστούν τα μαζικά εθνικά κινήματα, αρχίσουμε να τα απορρίπτουμε και να καταγγέλλουμε τις όποιες εσωτερικές τους αντιφάσεις και αδυναμίες, τότε το μόνο που κάνουμε είναι να υποκύπτουμε στις δικές μας εθνικές προκαταλήψεις και να θεωρούμε ότι μόνο το δικό μας έθνος είναι υποδειγματικό και μόνο το δικό μας έχει το αποκλειστικό προνόμιο της ανεξάρτητης κρατικής μηχανής».

Στην πραγματικότητα, θα ήταν πιο σωστό να πούμε πως η Οκτωβριανή Επανάσταση, μόλις που άρχισε να επιλύει το εθνικό ζήτημα, το οποίο όμως δεν έχει λυθεί ακόμη. Η Οκτωβριανή επανάσταση απλώς δημιούργησε τις συνθήκες για να γίνουν σεβαστές οι εθνικές ιδιαιτερότητες που αναπτύχθηκαν καθ’ όλη την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Η μακρά διαδικασία για την αλλαγή που θα ακολουθήσει, πολύ πιθανόν δεν θα κρατήσει μόνο μερικές δεκαετίες αλλά ίσως και έναν ολόκληρο αιώνα.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν κατήργησε τη γλώσσα ή τα ιδιαίτερα έθιμα, καθώς και τα οικονομικά και άλλα χαρακτηριστικά των εθνών.6Είναι χαρακτηριστικό των σχηματικών αντιλήψεων και των αυταπατών που είχε τμήμα των Μπολσεβίκων ηγετών, για την γρήγορη υπέρβαση των εθνών, το γεγονός ότι υπήρξαν αρκετοί στο κόμμα αλλά και στην Κομιντέρν, που φλέρταραν με την ιδέα της καθιέρωσης της Εσπεράντο ως επίσημης ή ακόμη και μόνης γλώσσας της ΕΣΣΔ και της Διεθνούς. Μια μηχανιστική θέση που θεωρούσε την γλώσσα απλά ως εργαλείο επικοινωνίας –το οποίο σχετικά σύντομα θα μπορούσε να αλλάξει- και δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ιστορικότητά της ως εργαλείο σκέψης και φιλοσοφίας βαθιά ριζωμένο στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Ο ίδιος ο Στάλιν φαίνεται πως υποστήριζε την ευρεία διάδοσή της, αν και κατά την διάρκεια του ζόφου των Μεγάλων Δικών της Μόσχας το 1937 θα κυνηγήσει και τους «Εσπεραντιστές» ως πράκτορες του ιμπεριαλισμού. (Σ.τ.Μ.) Ούτε θα μπορούσε να καταργήσει φυσικά με μιας το έθνος, ως προϊόν μιας συγκεκριμένης ιστορικής εξέλιξης. Προφανώς, το καθήκον του Κομμουνιστικού Κόμματος μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ήταν να αγνοήσει το πρόβλημα, αλλά να επιδιώξει τις καλύτερες δυνατές σχέσεις μεταξύ των εθνών εντός των οποίων είχε επικρατήσει η σοβιετική εξουσία.

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Οι αυταπάτες αυτές για το εθνικό ζήτημα μεταξύ ορισμένων συντρόφων του Κομμουνιστικού Κόμματος προκάλεσαν έντονη συζήτηση στο 8ο Συνέδριό μας, το 1919. Το συνέδριο αυτό στα τελικά πολιτικά του συμπεράσματα, επανέλαβε την παραδοσιακή κομματική θέση για το εθνικό ζήτημα. Στην παν-Ρωσική συνδιάσκεψη του κόμματος τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η στάση μας επί του ιδίου θέματος τέθηκε ξανά σε συζήτηση. Εκείνη την στιγμή το ζήτημα τέθηκε ξανά σε συζήτηση εξαιτίας της νικηφόρας προέλασης του Κόκκινου στρατού κατά των Λευκών αντεπαναστατών στη Γαλικία και κατά των δυνάμεων του Πετλιούρα στην Ουκρανία.7Η συζήτηση αυτή για το εθνικό ζήτημα ήταν ιδιαίτερα έντονη στο 8ο συνέδριο του κόμματος το 1919. Μια σειρά ηγετικών στελεχών με επικεφαλής τον Μπουχάριν αλλά και τον Πιατάκωφ και άλλους, έχοντας κατανοήσει την πολιτική του Μαρξισμού με έναν δογματικό και σχηματικό τρόπο, ήθελαν να κηρύξουν με μιας, το τέλος των εθνών και κατηγορούσαν την πλειοψηφία του κόμματος και τον ίδιο τον Λένιν ως συμβιβαστικούς απέναντι στις εθνικές προκαταλήψεις. Αναμφίβολα πίσω από αυτή την τάση δεν κρύβονταν μόνο πάρα πολλές αυταπάτες για τον χρονικό ορίζοντα και τις μεθόδους του Πολεμικού Κομμουνισμού στο καμίνι του εμφυλίου πολέμου αλλά και η μη κατανόηση της διαλεκτικής μεθόδου (όπως αργότερα ο Λένιν θα αναφέρει στην διαθήκη του για τον Μπουχάριν). Εξάλλου ο Μπουχάριν εκείνη την εποχή είχε κατηγορήσει τον Λένιν για τον ελιγμό του Μπρεστ Λιτόφσκ, την ανοχή απέναντι στις αγροτικές διεκδικήσεις κ.λπ. ενώ λίγο μετά θα διατυπώσει και την λεγόμενη θεωρία της «διαρκούς επίθεσης». Παρόλο που ο Πιατάκωφ αργότερα αναθεώρησε τις απόψεις του και συμφώνησε με τον Ρακόφσκι και τον Τρότσκι στους κόλπους της Αριστερής Αντιπολίτευσης, ο Μπουχάριν φαίνεται πως παρέμεινε ακλόνητος στην σχηματική «υπέρβαση των εθνών». (Σ.τ.Μ.)

Παραθέτω εδώ το πρώτο χαρακτηριστικό σημείο της απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος η οποία αργότερα εγκρίθηκε και από το Συνέδριο:

«Αφού συζητήθηκαν ξανά οι σχέσεις μας με τους εργάτες της Ουκρανίας, έναν λαό που απελευθερώνεται από την προσωρινή κατοχή των εδαφών του από τις συμμορίες του Ντενίκιν, η Κεντρική Επιτροπή του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (το οποίο παραμένει αποφασιστικά υπέρμαχος της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών) θεωρεί απαραίτητο να επιβεβαιώσει την προσήλωσή του εκ νέου, στην ακλόνητη δέσμευσή του για την αποδοχή μιας ανεξάρτητης Ουκρανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας».

Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ουκρανίας, την ίδια περίοδο πάνω κάτω, υιοθετούσε μια παρόμοια απόφαση. Το τέταρτο σημείο της είναι χαρακτηριστικό. Εδώ, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται η αποδοχή τής θέσης υπέρ του δικαιώματος του Ουκρανικού έθνους στην αυτοδιάθεση, η απόφαση αυτή αναφέρει επίσης την πεποίθηση, ότι μια πραγματική υλοποίηση ενός τέτοιου δικαιώματος είναι δυνατή μόνο υπό την εξουσία των Σοβιέτ:

 «Η επέκταση και η ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων και των αγροτών, των διαφορετικών κρατών και εθνών, εξαρτάται από την αναγνώριση της απόλυτης ισότητας και συνακόλουθα και του δικαιώματός τους στην εθνική αυτοδιάθεση. Για αυτόν τον σκοπό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάργηση κάθε εθνικού και φυλετικού προνομίου και κάθε πιθανής διάκρισης μεταξύ μικρών και μεγάλων εθνών και φυσικά η κατάργηση κάθε εθνικής καταπίεσης. Η πραγμάτωση του δικαιώματος των εργαζομένων και των αγροτών στην εθνική αυτοδιάθεση είναι εφικτή μόνο με την κατάργηση της αστικής ταξικής κυριαρχίας και των ταξικών κυβερνήσεών της. Με άλλα λόγια, είναι εφικτή μόνο με τη δημιουργία ενός γνήσια εργατο-αγροτικού κράτους και με την απελευθέρωση από την καπιταλιστική και αριστοκρατική εκμετάλλευση και καταπίεση. Μόνο η σοβιετική κρατική δομή, η οποία αποκλείει την κυριαρχία των προνομιούχων εκμεταλλευτικών τάξεων και βασίζεται στη δικτατορία των προλεταρίων και των αγροτών, δημιουργεί όλες εκείνες τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι και οι αγρότες δεν είναι μόνο οι κυρίαρχοι της οικονομικής και πολιτικής τους δραστηριότητας, αλλά και οι κυρίαρχοι των εθνικών και πολιτιστικών τους υποθέσεων».

Η πρόσφατη ιστορία της Ουκρανίας αποτελεί την καλύτερη απόδειξη αυτής της αλήθειας. Μια πιθανή νίκη της Ουκρανικής εθνικιστικής μπουρζουαζίας, δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει στους Ουκρανούς εργάτες και αγρότες ούτε καν αυτό το είδος τυπικής «αυτοδιάθεσης» που απολαμβάνουν τα μικρά κράτη της Βαλτικής. Η Ουκρανία θα είχε διαμοιραστεί μεταξύ των αστικών κρατών της Ρωσίας, της Πολωνίας και της Ρουμανίας σε περίπτωση νίκης των Λευκών δυνάμεων. Θα είχε μετατραπεί και πάλι σε μια μεγάλη αλλά υποτελή χώρα που θα εξαρτιόταν από τον Πολωνό αριστοκράτη, τον Ρουμάνο Βογιάρο 8Οι Βογιάροι της Ρουμανίας, ήταν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της χώρας, κυρίως Ρωσικής, αλλά και Φαναριώτικης και Γερμανικής καταγωγής. (Σ.τ.Μ.) και τον Ρώσο καπιταλιστή. Εάν η Ουκρανία παρέμενε ένα ουδέτερο κράτος, από οικονομική άποψη θα εξαρτιόταν πλήρως από το δυτικό κεφάλαιο. Εξάλλου οι ίδιοι οι Ουκρανοί εθνικιστές δεν είχαν κρύψει ποτέ τα σχέδιά τους. Παρέδωσαν μόνοι τους ένα κομμάτι του Ουκρανικού εδάφους στην Πολωνία και ένα άλλο στη Ρουμανία. Παρέδωσαν από μόνοι τους τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ουκρανίας στον διεθνή ιμπεριαλισμό, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι από την εκμετάλλευση των Ουκρανών εργατών και αγροτών.

Αρκεί να θυμηθούμε δύο διεθνείς συμφωνίες που υπέγραψαν οι Ουκρανοί εθνικιστές, για να αποδείξουμε την ορθότητα της θέσης μας στα 1919, όταν διακηρύτταμε πως η Ουκρανική εθνική αυτοδιάθεση είναι δυνατή μόνο υπό τη Σοβιετική εξουσία και η υπεράσπισή της μόνο από την Σοβιετική Ρωσία μπορεί να λάβει τις κατάλληλες εγγυήσεις. Η πρώτη, είναι η συμφωνία μεταξύ του «Διευθυντηρίου»9H κυβέρνηση του «Ουκρανικού Διευθυντηρίου», με τον Vinnichenko ως πρόεδρο και τον Petlyura ως αρχιστράτηγο και ισχυρό άνδρα, είχε σχηματιστεί στο Κίεβο την εποχή της πτώσης της κυβέρνησης των ανδρείκελων των Γερμανών υπό τον Αταμάνο Skoropadsky. (σημείωση των cahiers Leon Trotsky) από τη μια μεριά και της Γαλλικής στρατιωτικής διοίκησης από την άλλη μεριά, που παρέδωσε όλες τις εμπορικές, σιδηροδρομικές, χρηματοπιστωτικές και φυσικά τις στρατιωτικές υποθέσεις της χώρας, αλλά ακόμη και τις υποθέσεις απονομής δικαιοσύνης, στη Γαλλία. Η δεύτερη είναι η συμφωνία του Δεκεμβρίου του 1919, που έγινε μεταξύ της αυτο-αποκαλούμενης κυβέρνησης της Εθνικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας και του Πιλσούδσκι10Τον Δεκέμβριο του 1919 ο Πετλιούρα είχε συμφωνήσει με τον επικεφαλής της πολωνικής κυβέρνησης, Γιόζεφ Πιλσούδσκι (1867 – 1935), να καταστήσουν την «ανεξάρτητη» Ουκρανία δορυφόρο της Πολωνίας. (σημείωση των cahiers Leon Trotsky) με την οποία παραδίδονταν το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ουκρανίας στην Πολωνία.

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ

Η σχέση μεταξύ των σημερινών σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών προέκυψε ως ιδιαίτερο ζήτημα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Είναι αυτονόητο ότι οι σχέσεις μεταξύ των σοσιαλιστικών εργατο-αγροτικών κρατών δεν μπορούν να είναι οι ίδιες με αυτές μεταξύ των αστικών κρατών.

Όπως προαναφέρθηκε, η τάση διεθνοποίησης των οικονομικών και πολιτικών υποθέσεων, είναι ξεκάθαρη. Υπάρχουν παράλληλα και τάσεις προς τον φεντεραλισμό, όπως βλέπουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία, την Ελβετία κ.λπ. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να υπερβεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας που εκφράζεται ακόμη με τον εθνικισμό. Έτσι, λοιπόν, οι σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών ρυθμίζονται από αυτές τις δύο αντίθετες τάσεις. Όλο το αστικό και διεθνές δίκαιο βασίζεται στην αρχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ανάμεσα στις σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών εφαρμόζεται το δίκαιο του ανταγωνισμού, όπως γίνεται και μεταξύ των μεμονωμένων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Ο νόμος που κυριαρχεί στις διεθνείς σχέσεις στην ουσία είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφορετικών καπιταλιστικών κρατών. Εξ ου και η διάκριση που πρέπει να κάνουμε μεταξύ του διεθνιστικού σοσιαλιστικού δικαίου και του διεθνούς αστικού δικαίου. Έχω ασχοληθεί με αυτό το θέμα λεπτομερώς και στο παρελθόν, οπότε θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το δικό μου άρθρο στο μηνιαίο περιοδικό The Communist International υπό τον τίτλο «Οι σχέσεις μεταξύ των σοβιετικών δημοκρατιών».11Μεταφράστηκε στα Ελληνικά για την Νέα Προοπτική, Βλέπε The Communist International, No. 11-12, Ιούνιος – Ιούλιος 1920, σελ. 2321-2326 https://www.marxists.org/history/international/comintern/ci/old_series/11-12/ukraina.htm (Σ.τ.Μ.)

«Ο ίδιος νόμος του ανταγωνισμού καθορίζει κα την ανάπτυξη των αστικών κρατών. Είναι παρόμοιοι οργανισμοί ανταγωνισμού με παρόμοια χαρακτηριστικά καταπίεσης των ασθενέστερων κρατών που φτάνουν μέχρι και την ολική υποταγή τους. Ο κανόνας του αστικού κράτους συνολικά, χαρακτηρίζεται από την δημιουργία τέτοιων ξεχωριστών εθνικών κρατών που μάχονται το ένα κατά του άλλου.

Αυτά τα κράτη συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες, καταλήγουν σε ταχυδρομικές, τηλεγραφικές και σιδηροδρομικές διασυνδέσεις, σύμφωνα με την κάθε φορά διεθνή κατάσταση και δημιουργούν μέχρι αμυντικές και επιθετικές συμμαχίες, οι οποίες όμως έχουν έναν προσωρινό, περιστασιακό και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα.

Αυτές οι συνεργασίας δεν μπορούν να απαλείψουν τους υπαρκτούς ανταγωνισμούς που υπάρχουν μεταξύ τους, που είναι δομικοί σε όλη την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Ευθύς αμέσως μόλις ο κοινός εχθρός ή τα αμοιβαία συμφέροντα που τους ένωσαν προσωρινά εξαφανιστούν, τότε ξεσπάει ξανά η παλιά διαμάχη και εχθρότητά τους με μεγαλύτερη ορμή από πριν. Η ιστορία των συμμαχιών των Δυνάμεων της Αντάντ και των συμμάχων τους κατά την διάρκεια ή μετά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη.

Ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία της καπιταλιστικής κρατικής δομής. Οι διπλωματικές ίντριγκες, κάθε είδους κατασκοπευτική δράση και η αμοιβαία εξαπάτηση είναι οι πλέον συνηθισμένες μέθοδοι του. Όταν συντάσσονταν το μανιφέστο της Πρώτης Διεθνούς, ο Μαρξ, μιλώντας για την εξωτερική πολιτική των αστικών κρατών, αντέταξε απέναντί της μια πολιτική διαφορετικών ηθικών αρχών. Με τον όρο άλλες ηθικές αρχές, φυσικά ο Μαρξ δεν εννοούσε πως απέναντι στην αστική κοινωνία οι Σοσιαλιστές θα γίνονταν Χριστιανοί και θα διακήρυτταν το «Μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλουν να κάνουν σε εσένα». Αυτό που εννοούσε ο Μαρξ ήταν πως το προλεταριάτο μέσα από τον θρίαμβο της επανάστασής του, θα ήταν σε θέση να διαμορφώσει τους όρους μιας τίμιας, ειλικρινούς και διάφανης σχέσης ανάμεσα σε όλα τα έθνη.

Σε αντίθεση λοιπόν με την αστική κρατική νομιμότητα, η αντίστοιχη νομιμότητα του προλεταριάτου, την ίδια ώρα που απαλλοτριώνει την ατομική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής, την ίδια ώρα είναι που παραιτείται από την αποκλειστικότητα επί των εδαφικών ορίων του ίδιου τού κράτους. Σε μια Σοσιαλιστική χώρα, η κατευθυντήρια αρχή δεν είναι τα συμφέροντα των συγκεκριμένων εκμεταλλευτών αλλά εκείνα ολόκληρης της εργατικής τάξης. Έτσι, τα σύνορα ανάμεσα στα Σοσιαλιστικά κράτη, παύουν να έχουν έναν πολιτικό χαρακτήρα και μετατρέπονται σε απλά διοικητικά όρια. Κατά τον ίδιο τρόπο εξαφανίζονται τα όρια που χωρίζουν μεταξύ τους τις διαφορετικές μεμονωμένες βιομηχανίες ή άλλες μονάδες παραγωγής που τις περιόριζαν μέσα στο παιχνίδι του ανταγωνισμού. Έτσι στη θέση μιας χαοτικής καπιταλιστικής παραγωγής στην οποία η αυξανόμενη προσφορά αγαθών και προϊόντων καθώς και η εντατική εκμετάλλευση των εργαζομένων οδηγούν σε βιομηχανικές κρίσεις και περιόδους ανεργίας, θα προκύψει μια οργανωμένη και εθνικοποιημένη παραγωγή, που θα αναπτυχθεί με ένα γενικό κρατικό σχεδιασμό, όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε διεθνές επίπεδο. Η βασική τάση μιας Σοσιαλιστικής Επανάστασης είναι ένας πολιτικός και οικονομικός συγκεντρωτισμός με την μορφή όμως μιας προσωρινής διεθνούς ομοσπονδίας. Ο σχηματισμός μιας τέτοιας ομοσπονδίας δεν είναι φυσικά ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα και δεν θα δημιουργηθεί με το πάτημα ενός κουμπιού. Αντίθετα θα προκύψει μέσα από μια περισσότερο ή λιγότερο μακρά περίοδο διαρκούς διαδικασίας υπέρβασης όλων των δημοκρατικών και εθνικών προκαταλήψεων, ως αποτέλεσμα αμοιβαίας κατανόησης και αποδοχής.

Οι παραπάνω αρχές που διακηρύχθηκαν από την Πρώτη Διεθνή των Εργαζομένων, αποτελούν την βάση των σχέσεων ανάμεσα στην Σοβιετική Ρωσία και την Σοβιετική Ουκρανία».

Σε αυτό το κείμενο, γραμμένο εκείνη τη χρονική στιγμή, εξετάζαμε τις τάσεις της σοσιαλιστικής ανάπτυξης σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Σε όλες τις αναλύσεις μας, μέχρι στιγμής, καθοδηγηθήκαμε από την μαρξιστική έννοια του κράτους. Σε μια τέτοια κατάσταση, σαν την προαναφερόμενη, η σχέση μεταξύ των κρατών που είναι σοσιαλιστικά, καθορίζεται κυρίως από έναν μόνο παράγοντα, την ανάγκη για προγραμματισμό και έλεγχο της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ενοποίηση και συγκέντρωση σε κάποιο βαθμό που θα καθοριστεί επακριβώς από τις εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες.

Τι πρέπει να χαρακτηρίζει τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των σοβιετικών δημοκρατιών; Φυσικά, μπορούμε να επισημάνουμε μερικές μόνο από τις πιο σημαντικές κατευθύνσεις.

Πρώτον, ο αγώνας κατά της αντεπανάστασης, τόσο έξω όσο και μέσα στη χώρα. Είναι αυτονόητο ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών τρομερών ετών του εμφυλίου και διεθνούς πολέμου που υπέστη η Σοβιετική Ένωση, ήταν επιτακτική ανάγκη οι στρατιωτικές υποθέσεις να διεξάγονται υπό έναν ενιαίο έλεγχο και μια συγκεντρωτική κατεύθυνση, με τον πλέον αυστηρό συντονισμό στο υψηλότερο επίπεδο. Δεν είμαστε απαλλαγμένοι ακόμη και τώρα μάλιστα, από αυτές τις απαιτήσεις της πολεμικής ετοιμότητας. Απολαμβάνουμε βέβαια στην παρούσα συγκυρία μια σύντομη ανάπαυλα, αλλά γνωρίζουμε πως δεν θα έχουμε μια μόνιμη ηρεμία. Καθημερινά γεγονότα, όπως αυτά που συμβαίνουν αυτή την στιγμή στο Ρουρ,12Γνωρίζουμε ότι η απόφαση των κυβερνήσεων της Γαλλίας και του Βελγίου να καταλάβουν στρατιωτικά το Ρουρ τον Ιανουάριο του 1923, είχε ανοίξει μια πολύ σοβαρή κρίση. (σημείωση των cahiers Leon Trotsky) θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των σοβιετικών δημοκρατιών είναι η κοινή οικονομική οικοδόμηση. Με αυτό εννοούμε κυρίως τη βιομηχανία καθώς επίσης και τη γεωργία και το εμπόριο. Δεδομένης της φτώχειας και των τρομερών καταστροφών στις σημερινές σοβιετικές δημοκρατίες -μια κληρονομιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου- τα αποθέματά μας και οι εφεδρείες μας πρέπει να διατηρηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Παρά το γεγονός ότι μια σοσιαλιστική οικονομία προϋποθέτει μια σχεδιασμένη οικονομία και συνεπώς και τώρα όπως και στο μέλλον, ο συντονισμός στις οικονομικές υποθέσεις των σοβιετικών δημοκρατιών θα καταστεί μια αναγκαιότητα, στο μεταξύ στο παρόν, είμαστε ακόμη αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις της φτώχειας και της ερήμωσης που μας κληροδότησε ο πόλεμος.

Ο τρίτος παράγοντας είναι το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα. Είναι σαφές ότι καμία μεμονωμένη σοβιετική δημοκρατία δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτή τη δύσκολη οικονομική κατάσταση με τις δικές της δυνάμεις. Αυτό το ζήτημα απαιτεί επίσης τον μέγιστο συντονισμό και ενότητα μεταξύ των δημοκρατιών. Για μια ολόκληρη περίοδο ακόμη, αυτό το πρόβλημα θα κυριαρχεί έναντι όλων των άλλων. Η ίδια η ανασυγκρότηση της βιομηχανίας και της γεωργίας εξαρτάται από τη δίκαιη λύση του οικονομικού προβλήματος.

Τέταρτον, όσον αφορά τη διεθνή κατάσταση, η Γένοβα, η Χάγη και η Λουκέρνη13Υπαινικτική αναφορά σε όλες τις διεθνείς συνδιασκέψεις που γίνονταν σχετικά με τα παλιά Ρωσικά χρέη προς τη Δύση. (σημείωση των cahiers Leon Trotsky) μας έχουν αποδείξει ότι οι καπιταλιστές δεν εγκατέλειψαν τον στόχο τους. Αυτός δεν είναι άλλος από την απαίτηση να πάρουν πίσω τα προνόμιά τους, επί των χρεών και λοιπών παραχωρήσεων της Τσαρικής Ρωσίας, που καταργήθηκαν από την επανάσταση των εργατών και των αγροτών. Απαιτούν όχι μόνο την αναγνώριση των παλαιών χρεών, αλλά ακόμη και την ίδια την αποκατάσταση της ιδιωτικής τους περιουσίας. Ο διεθνής καπιταλισμός σταμάτησε προς στιγμήν τις αιματηρές επιθέσεις του κατά των Σοβιετικών δημοκρατιών, αλλά είναι ακόμη πιο αποφασισμένος να τις υπονομεύσει μέσω των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλει. Δεν θα αφήσουν στη θέση της πέτρα για πέτρα εις ό,τι αφορά την οικονομική μας ζωή και θα επιχειρήσουν να υπονομεύσουν όλα τα θεμέλια της σοβιετικής εξουσίας – το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, την εθνικοποιημένη κρατική βιομηχανία κ.λπ. Ένα από τα μέσα που ο διεθνής ιμπεριαλισμός θα χρησιμοποιήσει για να υπονομεύσει τη σοβιετική εξουσία είναι να προκαλέσει εθνικιστικές εχθρότητες και εθνικιστικούς αγώνες στο εσωτερικό μας.

Από αυτήν την σκοπιά η ΝΕΠ μπορεί να γίνει ένας παράγοντας αποσύνθεσης στις σχέσεις μεταξύ των Σοβιετικών δημοκρατιών. Και αυτό διότι σηματοδοτεί μια μερική μετάβαση από μια σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικονομία σε μια ιδιωτική μονεταριστική οικονομία. ΝΕΠ σημαίνει ιδιωτικό εμπόριο, ιδιωτικά κεφάλαια, ενίσχυση της αστικής και αγροτικής μικροαστικής αστικής τάξης και δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για ιδιωτική κεφαλαιουχική συσσώρευση. Όλα αυτά κάνουν επιτακτική την ανάγκη να καταβάλουμε ακόμη πιο πολλές προσπάθειες για να υπερασπιστούμε τη σοσιαλιστική μας πολιτική, ενώ ταυτόχρονα η εσωτερική ισορροπία δυνάμεων είναι αρκετά δυσμενής για μια σοσιαλιστική οικονομία. Αλλά όλα δείχνουν ότι η τελευταία, στο τέλος, είναι αυτή που πρέπει να κερδίσει. Η ΝΕΠ είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη στρατηγική στιγμή μας, ένας μεγάλος ελιγμός τού προλεταριάτου, για να καταφέρει να αποδράσει από τη δεινή του θέση. Αλλά όπως και σε κάθε άλλο στρατηγικό σχέδιο, όπως και με κάθε άλλο μεγάλο ελιγμό, απαιτεί την πιο πλήρη ενότητα και εστίαση της προσοχής και της προσπάθειας σε έναν ενιαίο στόχο για να διασφαλιστεί η επιτυχία.

ΟΙ ΜΑΡΞΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Φυσικά, οι παραπάνω αντιθέσεις αντικατοπτρίζονται και στο εσωτερικό της κυβέρνησης της Ένωσης. Η ανάγκη να αντισταθούμε στον καπιταλιστικό αποκλεισμό από το εξωτερικό, η πίεση της μικροαστικής αστικής τάξης στο εσωτερικό μας, η ανάγκη εκμετάλλευσης των πόρων της χώρας με τον πιο λογικό τρόπο – όλα αυτά μάς υπαγόρευαν έντονα ένα ενωμένο μέτωπο στις πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις μας. Περιστασιακά, συναντά κανείς στη συζήτηση μέσα στις γραμμές μας, την αντίληψη ότι το προλεταριακό κράτος πρέπει να είναι ένα συγκεντρωτικό κράτος και ότι, ως εκ τούτου, οι σοβιετικές δημοκρατίες πρέπει να συγχωνευθούν σε ένα ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος.14Ο Μπουχάριν τον Απρίλιο του 1923, επισήμως επανάφερε εκ νέου στο 12ο συνέδριο του κόμματος, την σχηματική θεωρητική αντίληψή του για την «υπέρβαση των εθνών» υποβοηθούμενος από τον Στάλιν, για να αντιμετωπίσει την κριτική του Ρακόφσκι και άλλων. Ο ίδιος ο Στάλιν τυπικά και δημόσια δεν στήριξε τις απόψεις αυτές το 1919 συντασσόμενος με τον Λένιν και αναπαράγοντάς τις σε μεγάλο βαθμό γενικόλογες αντιλήψεις του από το 1913 για το εθνικό ζήτημα. Ωστόσο το 1922-1923, στην πράξη και ως εκπρόσωπος του μηχανισμού του κόμματος και του κράτους που ακροβατούσε ακόμη ανάμεσα σε διάφορες τάσεις, εφάρμοσε αυτή την συγκεντρωτική πολιτική που έκφραζε τελικά την ανερχόμενη μεγαλορωσική κρατική γραφειοκρατία. Εξάλλου ήταν τον Στάλιν και τους αντιπροσώπους του στον Καύκασο το 1922 αυτούς που έβαλε στο στόχαστρό του ο Λένιν στην τελευταία μάχη του πριν πεθάνει. Και με τον Στάλιν, ως Κομισάριο Εθνικών Υποθέσεων και γραμματέα του Κόμματος συγκρούονταν πλέον πολιτικά όλοι οι μπολσεβίκοι ηγέτες των τοπικών Κομμουνιστικών Κομμάτων. (Σ.τ.Μ.) Όμως, τέτοιες δηλώσεις δεν έχουν καμία σχέση με τον κομμουνισμό. Το καθήκον μιας γενικευμένης συγκεντροποίησης δεν είχε ποτέ συμπεριληφθεί στο κομμουνιστικό πρόγραμμα. Όσον αφορά το κράτος, η στάση των κομμουνιστών είναι επίσης σαφής. Ο Ένγκελς έγραφε στην εισαγωγή του στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία:

«Το κράτος είναι ένα αναγκαίο κακό που κληρονομεί το προλεταριάτο μετά τον νικηφόρο αγώνα του για την ταξική υπεροχή. Όπως φάνηκε και με την Κομμούνα του Παρισιού, το προλεταριάτο θα πρέπει να εξαλείψει όσο το δυνατόν περισσότερες και μάλιστα το συντομότερο κιόλας, μερικές από τις χειρότερες πλευρές του, μέχρις ότου η νέα γενιά μπορέσει να στείλει ολόκληρο το πλαίσιο του κράτους για διάλυση».

Με άλλα λόγια, το κράτος που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις εξαφανίζεται με την εξαφάνιση αυτών των τάξεων. Η κομμουνιστική κοινωνία θα είναι μια ακρατική κοινωνία. Ασφαλώς, αυτό είναι ζήτημα του μακρινού μέλλοντος. Μέχρι τότε, το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει, φυσικά, την κρατική εξουσία για να οργανώσει τη σοσιαλιστική παραγωγή. Παραθέσαμε όμως αυτά τα λόγια του Ένγκελς, για να αποδείξουμε ότι δεν θεωρούμε το κράτος φετίχ. Ούτε ο συγκεντρωτισμός μπορεί να είναι φετίχ. Η συγκεντροποίηση είναι καλή στο βαθμό που διευκολύνει τον ταξικό μας αγώνα. Και εις ό,τι αφορά τη Σοβιετική δημοκρατία, πρέπει να ειπωθεί ότι ο συγκεντρωτισμός είναι καλός μόνο στο βαθμό που ενισχύει αυτή τη δημοκρατία και εξασφαλίζει την κυριαρχία του προλεταριάτου.

Την ίδια στιγμή, η Σοβιετική εξουσία δεν θα μπορούσε να βρει χειρότερο εχθρό από αυτόν τον ίδιο τον συγκεντρωτισμό, αν με αυτόν εννοούμε την συγκέντρωση όλης της εξουσίας σε έναν κρατικό οργανισμό και την μετατροπή ολόκληρου του πληθυσμού σε ένα απλό ιμάντα για την εκτέλεση των κεντρικών διαταγμάτων. Το ίδιο ισχύει εάν, με αυτόν τον όρο, εννοούμε την καταστροφή της πρωτοβουλίας και της αυτενέργειας στην οικονομική, πολιτική και διοικητική λειτουργία. Με άλλα λόγια, η Σοβιετική εξουσία είναι εχθρός της αντίληψης του «συγκεντρωτισμού με κάθε τίμημα». Σοβιετική εξουσία σημαίνει συμμετοχή των ίδιων των εργαζόμενων μαζών -και μέσω αυτών και των αγροτικών μαζών- στην πολιτική ζωή της χώρας. Εάν η πολιτική ζωή γίνει προνόμιο μιας μικρής ομάδας ανθρώπων και μόνο, τότε σίγουρα, οι εργαζόμενες μάζες δεν θα συμμετέχουν στον έλεγχό της και η Σοβιετική εξουσία θα χάσει τη σημαντικότερη υποστήριξή της. Οι κομμουνιστές οφείλουν να αγωνίζονται πάντα αποφασιστικά ενάντια σε έναν τέτοιο συγκεντρωτισμό.

Στην ίδια εισαγωγή που παραθέσαμε παραπάνω, στον «Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία», ο Ένγκελς έγραφε επίσης πως:

«Η κρατική εξουσία τείνει να εξυπηρετήσει τα δικά της ατομικά συμφέροντα κι έτσι ο υπηρέτης της κοινωνίας γίνεται ο αφέντης της».

Με άλλα λόγια, μια τάξη γραφειοκρατών έχει σχηματιστεί με τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και μάχεται κυρίως για τη διατήρηση του σύνθετου, κεντρικού κρατικού μηχανισμού της. Αλλά ακόμη και όταν έχουν διαμορφωθεί ιδιαίτερα γραφειοκρατικά συμφέροντα, η γραφειοκρατία εξυπηρετεί κατά κανόνα την αστική τάξη. Βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις, η κρατική γραφειοκρατία μπορεί να θυσιάσει ορισμένα από αυτά τα συμφέροντα της αστικής τάξης, επιλέγοντας να υπερασπιστεί τα δικά της στενά κυβερνητικά-γραφειοκρατικά συμφέροντα. Μεταξύ άλλων, ο Ένγκελς αναφέρει την Αμερική ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη δημιουργία μιας τόσο τεράστιας και στενόμυαλης γραφειοκρατίας:

«Είναι ακριβώς η Αμερική, εκείνη η χώρα στην οποία βλέπουμε πιο καθαρά από οπουδήποτε αλλού πώς ο κρατικός μηχανισμός γίνεται ανεξάρτητος από την ίδια την κοινωνία τής οποίας ήταν στην ουσία το μέσο».

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ήταν που ο Ένγκελς θεώρησε ότι μόλις το προλεταριάτο αναλάβει την εξουσία, πρέπει αμέσως να αλλάξει τη δομή του κρατικού μηχανισμού, δημιουργώντας έναν νέο που θα υπακούει στη δική του προλεταριακή θέληση:

«Από την αρχή, η Κομμούνα έπρεπε να αναγνωρίσει ότι μόλις η εργατική τάξη αναλάβει την εξουσία, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την παλιά κρατική μηχανή για να εκτελέσει τα καθήκοντά της και ότι, για να αποφύγει να χάσει αυτή την πρόσφατα κατακτημένη εξουσία, η εργατική τάξη θα έπρεπε πρώτα να καταργήσει ολόκληρη την παλιά τάξη πραγμάτων, στρέφοντας εναντίον της, την ίδια μηχανή καταπίεσης. Από την άλλη πλευρά, η εργατική τάξη πρέπει να προστατευθεί από τους δικούς της αξιωματούχους και υπεύθυνους, υποβάλλοντάς τους σε ανάκληση ανά πάσα στιγμή».

Πώς όμως η γραφειοκρατία -αυτό το διακριτό στρώμα δημοσίων υπαλλήλων που ενώνεται γύρω από την κοινή του μοίρα- συνδέεται με τον συγκεντρωτισμό; Γράφει ο Μαρξ σχετικά:

«Η κεντρική κρατική εξουσία με τις πανταχού παρούσες υπηρεσίες τού μόνιμου στρατού, της αστυνομίας, της γραφειοκρατίας, του κλήρου και του δικαστικού σώματος –οργανώσεις σχεδιασμένες σύμφωνα με το σχέδιο ενός συστηματικού και ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας– χρονολογείται από την εποχή της απόλυτης μοναρχίας και υπηρετούσε την ανερχόμενη μεσαία τάξη ως βασικό όπλο στον αγώνα της κατά του κερματισμού της φεουδαρχίας. Η παραπέρα ανάπτυξη του κράτους, εξακολουθούσε να παρεμποδίζεται από κάθε είδους συντρίμμια και κατάλοιπα του Μεσαίωνα, κληρονομικά δικαιώματα, τοπικά προνόμια, δημοτικά και συντεχνιακά μονοπώλια, επαρχιακά συντάγματα κ.λπ. Η γιγαντιαία ορμή της Γαλλικής Επανάστασης τον δέκατο όγδοο αιώνα σάρωσε όλα αυτά τα απομεινάρια των περασμένων χρόνων. Απελευθερώνοντας ταυτόχρονα το κοινωνικό έδαφος από τα τελευταία εμπόδια, οδήγησε στην κατασκευή τού σύγχρονου κρατικού οικοδομήματος που χτίστηκε τελικά από τη Δεύτερη Αυτοκρατορία. Αυτή όμως από μόνη της, ήταν ένα υποπροϊόν των πολέμων των μισο-φεουδαρχικών συνασπισμένων δυνάμεων της Ευρώπης κατά της σύγχρονης Γαλλίας».

Φυσικά, ένας τέτοιος συγκεντρωτισμός, ο οποίος αποκλείει τις μάζες από τον άμεσο έλεγχο των διοικητικών, οικονομικών και πολιτικών οργανισμών, δεν μπορεί να είναι μια κατάλληλη διαδικασία για την υπεράσπιση των προλεταριακών συμφερόντων. Ο Μαρξ αντιπαραθέτει την Κομμούνα του Παρισιού στο παλιό συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό κράτος, ως «μια συλλογική διαδικασία που συνδυάζει την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία».

Η ΑΝΑΓΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Η σοβιετική εξουσία είναι από την πλευρά της, η υλοποίηση αυτής της Κομμούνας, αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα. Τα συνταγματικά θεμέλια της σοβιετικής εξουσίας πήραν αυτό που ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο, από την εμπειρία της Κομμούνας του Παρισίου.

Αυτό που ειπώθηκε για τον συγκεντρωτισμό ισχύει και για την αποκέντρωση, αν την αναλύσουμε με την απόλυτη μορφή που μας την παρουσιάζουν οι αστοί νομοθέτες και η μικροαστική ιδεολογία. Αν με τον όρο αποκέντρωση, εννοούμε την ξεχωριστή, πολιτικά απομονωμένη ύπαρξη των Σοβιετικών δημοκρατιών, τον εθνικιστικό χαρακτήρα και τον σεπαρατισμό, τον αγώνα μεταξύ μεμονωμένων σοσιαλιστικών κρατών ή των εθνικών επαρχιών που υπάρχουν μέσα στο ίδιο κράτος, καθώς και τις προσπάθειες να σπάσει η αλληλεγγύη και ενότητα των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων που ενώνουν τους εργαζόμενους και τους αγρότες – τότε, προφανώς, αυτή η αποκέντρωση θα ήταν αρκετά αντεπαναστατική και επιζήμια για τα προλεταριακά ταξικά συμφέροντα, όσο και το φαινόμενο του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού.

Μια τέτοια «αποκέντρωση» θα ήταν φυσικά αρκετά επωφελής για τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Θα βοηθούσε την πολιτική τού ιμπεριαλισμού να υπονομεύσει το σοβιετικό μέτωπο και να άνοιγε την όρεξη σε πολλούς γείτονες, μακρινούς ή κοντινούς, για να καταστρέψουν τη σοβιετική εξουσία τμηματικά, σε κάθε μεμονωμένη Σοβιετική δημοκρατία. Πόσο βολικό θα ήταν για τον διεθνή ιμπεριαλισμό να δει ξεχωριστές σοβιετικές δημοκρατίες αντί για μια Ένωση Σοβιετικών δημοκρατιών!

Κάθε δημοκρατία θα αποκόπτεται από την άλλη με κρατικά σύνορα και τελωνεία. Η κάθε μια Σοβιετική δημοκρατία θα είχε το δικό της ανεξάρτητο στρατό, θα διοικούνταν αποκλειστικά στη δική της γλώσσα, και η κάθε μια θα είχε τη δική της εσωτερική και εξωτερική πολιτική και τη δική της νομοθεσία για τις παραχωρήσεις στο ξένο κεφάλαιο. Θα ήταν επιζήμιο ιδιαίτερα, εάν οι δημοκρατίες που έχουν ορυκτούς πόρους έπαιρναν νόμους για παραχωρήσεις που θα ήταν επωφελείς για τους ξένους καπιταλιστές κ.λπ. Φυσικά, λίγο μετά από αυτό το είδος «ανεξαρτησίας», δεν θα παρέμενε καν ούτε καν η σκιά μιας σοβιετικής δημοκρατίας. Η ιστορία ολόκληρου του εμφυλίου πολέμου μας το επιβεβαιώνει αυτό.

Για την ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας, η διεθνής αντεπανάσταση παρείχε οικονομική στήριξη και κάθε μορφή βοήθειας στα διάφορα εθνικά κόμματα. Ποιος ήταν ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα στους Ουκρανούς εθνικιστές της Κεντρικής Ράντας και του Διευθυντηρίου, στους Γεωργιανούς Μενσεβίκους, τους Αρμένιους Ντασνιάκι, τους Μουσαβατιστές του Αζερμπαϊτζάν, στο Κουρουλαχάτζ των Τατάρων της Κριμαίας κ.λπ.;15Η Κεντρική Ράντα του Κιέβου, ήταν η προσπάθεια της Ουκρανικής αστικής τάξης και των δυτικών ιμπεριαλιστών να στήσουν ένα αστικό κοινοβούλιο στην Ουκρανία μετά το 1917, στο οποίο κυριαρχούσαν τα κόμματα των Ουκρανών δεξιών σοσιαλεπαναστατών, φιλελευθέρων και μενσεβίκων. Διαλύθηκε μέσα από τις εσωτερικές έριδες μεταξύ Ανταντόφιλων και Γερμανόφιλων και εξαιτίας της ήττας της από τον Κόκκινο Στρατό.

Οι Γεωργιανοί Μενσεβίκοι είχαν μεγάλη δύναμη στην Τιφλίδα και κυβέρνησαν την ανεξάρτητη Γεωργία το διάστημα μεταξύ 1920-1921 όταν και ο Κόκκινος Στρατός με παρότρυνση του Στάλιν και παρά την μεγάλη διαφωνία μιας μειοψηφίας στελεχών μαζί και του Τρότσκι εισέβαλαν στην χώρα και την ενσωμάτωσαν στην Σοβιετική Ρωσία.

Η Αρμένικη Επαναστατική Ομοσπονδία – Ντασνατσουκτιάν ή «οι Ντασνιάκοι», όπως λέγονταν, ήταν το παραδοσιακό εθνικό επαναστατικό κίνημα των Αρμενίων που ιδρύθηκε το 1890 και ήταν μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς από το 1907. Κατά την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, της Αρμένικης Γενοκτονίας και τελικά της Οκτωβριανής επανάστασης, και έχοντας ήδη μετατραπεί σε αμιγώς εθνικιστικό κόμμα, πολέμησε στο πλευρό αρχικά των Τσαρικών και κατόπιν των Γάλλων ιμπεριαλιστών και ενάντια στο Τουρκικό εθνικιστικό κίνημα και τους Σοβιετικούς.

Οι Μουσαβατιστές του Αζερμπαϊτζάν, ήταν ένα αστικό κόμμα που ιδρύθηκε το 1911 και εξέφραζε παν-ισλαμικές και παν-τουρανικές αντιλήψεις. Αρχικά υποστηρικτές του Τσάρου, αργότερα διασπάστηκαν σε φιλότουρκους και φιλορώσους. Συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις της Αντάντ και με τα υπολείμματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ξεχωριστές φάσεις για να αντιμετωπίσουν τους Μπολσεβίκους και τους Αρμένιους αντίστοιχα.

Το «Κουρουλτάι» των Τατάρων της Κριμαίας ήταν το τοπικό εθνικό συμβούλιό τους που λειτούργησε το διάστημα 1917-1920 όταν η περιοχή τελικά ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ρωσία. Η λέξη «Κουρουλτάι» είναι Αλταϊκής-Τουρκικής προέλευσης και σημαίνει «Συμβούλιο γερόντων». (Σ.τ.Μ.)

Όλες αυτές οι οργανώσεις, ουσιαστικά ήταν τα εθνικιστικά κόμματα πίσω από τα οποία κρύβονταν ο ξένος ιμπεριαλισμός, των Άγγλων, των Γάλλων, των Ρουμάνων, των Πολωνών, των Τούρκων κ.λπ. Οι ξένοι καπιταλιστές χρησιμοποιούν συστηματικά το εθνικό ζήτημα, με την αναβίωση των εθνικιστικών προκαταλήψεων, την επαναφορά εθνικών διωγμών και κάθε είδους εθνικής διεκδίκησης, στον αγώνα τους κατά της σοβιετικής εξουσίας.

Πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι ο εθνικός και τοπικιστικός σεπαρατισμός δεν είναι απλά ένα από τα πιο επικίνδυνα μέσα που χρησιμοποιεί η αντεπανάσταση μόνο κατά των εργατικών και αγροτικών επαναστάσεων. Είναι μια παλιά μέθοδος που χρησιμοποιείται επίσης, ακόμη και κατά των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων. Ας θυμηθούμε λίγο την περίπτωση της Γαλλικής Επανάστασης. Εκείνη την εποχή, ο Ροβεσπιέρος αναφερόταν επικριτικά στη λέξη «φεντεραλισμός», η οποία ανταποκρίνεται στην τότε τρέχουσα έννοια της αποκέντρωσης, ως ένα από τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας που εξαπέλυαν οι αντιδραστικοί από το εξωτερικό ενάντια στην Επανάσταση:

«Είναι μάταιες οι προσπάθειες που κατευθύνονται από την φωλιά των Γιρονδίνων και των χυδαίων πρακτόρων των ξένων τυράννων καθώς απελευθερώνουν παντού τα φίδια της ατιμίας, το δαίμονα του εμφυλίου πολέμου, την Λερναία Ύδρα του φεντεραλισμού και το τέρας της αριστοκρατίας για να στραγγαλίσουν τη Δημοκρατία στο λίκνο της».   (Λόγος του Ροβεσπιέρου στην Εθνοσυνέλευση, 17 Οκτωβρίου 1793)

Όπως ξέρουμε, η Αγγλία ήταν στο επίκεντρο αυτής της συνωμοσίας. Εποφθαλμιούσε την Τουλόν, τη Δουνκέρκη, τις γαλλικές αποικίες και επιπλέον, είχε στο μυαλό της να παλινορθώσει το θρόνο της Γαλλίας με έναν από τους γιους του Άγγλου μονάρχη.

Αργότερα, μετά την εδραίωση της εξουσίας της στη Γαλλία, η Αγγλία σκόπευε να υποτάξει εκ νέου την Αμερική στη κυριαρχία της.

«Πρέπει να ειπωθεί», συνέχισε ο Ροβεσπιέρος, «ότι αυτή η (Αγγλική) κυβέρνηση έχει οργανώσει δύο ξεχωριστές ίντριγκες, τη μια στη Γαλλία και την άλλη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενώ προσπαθούσε να διαχωρίσει το Βορρά και το Νότο της Γαλλίας, σχεδίασε επίσης να χωρίσει τις αμερικανικές επαρχίες του Βορρά και του Νότου. Ακριβώς όπως η βρετανική κυβέρνηση επιδιώκει να ομοσπονδοποιήσει τη δημοκρατία μας, έτσι προσπαθεί να αποκόψει τη σύνδεση της πολιτείας της Φιλαδέλφειας με την Συνομοσπονδία, καθώς αυτή η πολιτεία είναι ο κόμβος που ενώνει και τα διάφορα μέρη της Αμερικανικής δημοκρατίας μεταξύ τους».

Πρέπει να θυμόμαστε αυτά τα ιστορικά παραδείγματα καθώς για εμάς είναι ακόμη πιο πρόσφατα και ζωντανά. Ο αγώνας για παράδειγμα μεταξύ των επαναστατών μαρξιστών υπό τον Πλεχάνωφ και των φεντεραλιστών υπό τον Ντραγκομάνοφ16Mikhaïl Petrovitch Dragomanov (1841 – 1895), καθηγητής ιστορίας στο Κίεβο, αναγκάστηκε να εξοριστεί το 1876 και δίδασκε στη Σόφια από το 1888. (σημείωση του cahiers Leon Trotsky) κατά τη διάρκεια του οποίου ο μεν πρώτος ήταν υπέρ του επαναστατικού συγκεντρωτισμού, ενώ ο δεύτερος τον αποκαλούσε Γιακωβίνο. Προφανώς ο Πλεχάνωφ δεν ήταν οπαδός του Τσαρικού γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Αυτό που υποστήριζε όμως ήταν η διατήρηση ενός κοινού μετώπου, και μιας κοινής οργάνωσης με κοινή προοπτική, χωρίς την οποία το προλεταριάτο δεν θα είχε καταφέρει να νικήσει τον Τσαρισμό και αργότερα δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την εξουσία του.

Ο Β.Ι. Λένιν έγραφε συχνά γι’ αυτό το θέμα. Για να μην υπερφορτώσουμε αυτό το άρθρο με πολλά εισαγωγικά, συνιστούμε στον αναγνώστη να ανατρέξει στον τόμο XIX των έργων του Λένιν. Σε αυτόν ασχολείται ιδιαίτερα με το εθνικό ζήτημα. Θα επιμείνουμε εδώ σε μία μόνο αναφορά. Ο Λένιν ακολουθεί δύο βασικές αρχές:

Η πρώτη είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση. Η πρόβλεψη για εθνική πολιτική ισότητα πρέπει να σηματοδοτεί τις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Σε σύγκριση με τα μεμονωμένα κράτη, μια ένωση κρατών προφανώς προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα από πολλές απόψεις. Αυτό ισχύει φυσικά σε μια περίοδο δημιουργίας σοσιαλιστικών κρατών όπως αντίστοιχα ίσχυε και την εποχή της δημιουργίας αστικών κρατών. Ωστόσο αυτή η ένωση δεν μπορεί παρά να είναι εθελοντική. Θα πρέπει να γίνει σεβαστό το δικαίωμα των επί μέρους δημοκρατιών και για αυτό η ένωση δεν μπορεί να έχει τίποτα κοινό με τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Η δεύτερη αρχή που ακολουθεί ο Λένιν είναι αυτή της ιδέας του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ως η μόνη μορφή κράτους που μπορεί να εκπροσωπήσει τα προλεταριακά συμφέροντα. Αυτό ισχύει όμως για τα εθνικά ομοιογενή κράτη των οποίων οι πληθυσμοί είναι σχετικά ομοιογενείς.

«Ο Ένγκελς, όπως και ο Μαρξ», έγραφε ο Λένιν, «πίστευε ότι το προλεταριάτο και η προλεταριακή επανάσταση θα πρέπει να εγκαθιδρύσουν μια δημοκρατικά συγκεντρωτική κυβέρνηση σε μια αδιαίρετη ενοποιημένη δημοκρατία. Έβλεπε την ομόσπονδη δημοκρατία είτε ως εξαίρεση είτε ως ένα εμπόδιο σε μια συγκεντρωτική δημοκρατία, ή ακόμη και σαν ένα βήμα προς τα εμπρός, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες. Αλλά είναι ακριβώς σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες που αναδεικνύεται το εθνικό ζήτημα».

Παρά την έντονη κριτική των μικρών αντιδραστικών κρατών και ειδικά της χρήσης του εθνικού ζητήματος που κάνουν για να συγκαλύψουν τον αντιδραστικό τους χαρακτήρα σε συγκεκριμένες καταστάσεις, δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη επιθυμίας, είτε στον Μαρξ είτε στον Ένγκελς, να αγνοήσουν το εθνικό ζήτημα. Αυτό, δεν συμβαίνει όμως για παράδειγμα μεταξύ των Ολλανδών και των Πολωνών μαρξιστών που συχνά έχουν κάνει λάθη σε αυτόν τον τομέα και πολλές φορές έχουν την τάση να εξετάζουν το ζήτημα αυτό από την άποψη του αγώνα κατά του στενοκέφαλου μικροαστισμού των μικρών κρατών τους.17Εδώ ο Ρακόφσκι αναφέρεται στην γνωστή αντίθεση των Ολλανδών κομμουνιστών υπό τον Γκόρτερ και τον Πάνεκουκ κυρίως, καθώς επίσης και των οπαδών της Ρόζας Λούξεμπουργκ στο Πολωνικό κόμμα, σχετικά με την υιοθέτηση της αναγνώρισης του δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση. (Σ.τ.Μ.)

Στην Αγγλία, παρόλο που οι ιδιαίτερες γεωγραφικές συνθήκες της νησιωτικής απομόνωσης και η μακρόχρονη ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας και ιστορίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το εθνικό ζήτημα, σε συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας τουλάχιστον έχει επιλυθεί – ωστόσο ο Ένγκελς δηλώνει το προφανές γεγονός ότι το εθνικό ζήτημα ακόμη και εκεί, είναι ακόμα υπαρκτό και ως εκ τούτου, θεωρεί τη ομόσπονδη δημοκρατία ως «ένα βήμα προς τα εμπρός».

Φυσικά, αυτό δεν ισοδυναμεί με άρνηση της ύπαρξης των ανεπαρκειών της ομόσπονδης δημοκρατίας ή διακοπή της ανάγκης για σαφή προπαγάνδα και τον αγώνα για μια ενιαία συγκεντρωτική δημοκρατία. Μέσω του συγκεντρωτισμού, ο Ένγκελς δεν έχει κατά νου το γραφειοκρατικό μοντέλο, ή το μοντέλο που στηλιτεύουν οι μικροαστοί ιδεολόγοι και οι αναρχικοί. Για τον Ένγκελς, ο συγκεντρωτισμός σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει την διευρυμένη αυτοδιοίκηση και έτσι απορρίπτει κατηγορηματικά τον γραφειοκράτη και τις εντολές που έρχονται από ψηλά. Σε αυτή την κρατική σύνθεση, η ύπαρξη των δήμων και των διαφόρων περιφερειών στηρίζουν την ενότητα του κράτους.

Ειδικά όσον αφορά τη δική μας κατάσταση, δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτά τα μαθήματα των δασκάλων μας. Η ανάπτυξη του κράτους σε κάθε δημοκρατία, καθώς και η συνολική ανάπτυξη της Ένωσης, θα πρέπει να βάλει τα θεμέλια που ενώ από τη μια μεριά θα επιτρέπουν ταυτόχρονα τον έλεγχο και ένα γενικό σχέδιο, από την άλλη μεριά δεν θα αποκλείουν την πολιτική, διοικητική, οικονομική, χρηματοπιστωτική και πολιτιστική αυτονομία των επιμέρους δημοκρατιών και περιφερειών. Η τέχνη της Σοβιετικής μας διακυβέρνησης, συνίσταται σε αυτό ακριβώς: θα πρέπει να υπάρξει μια σωστή δοσολογία και μια σωστή σχέση μεταξύ αυτών των διαφορετικών στοιχείων. Το μπαντάρισμα από τη μία ή την άλλη πλευρά θα είχε καταστροφικό αποτέλεσμα.

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ

Τα τρία πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίσαμε στην ανάπτυξη της Ένωσης ήταν τα εξής:

Πρώτον, το ερώτημα ποιοι κλάδοι της πολιτικής, οικονομικής και διοικητικής ζωής των δημοκρατιών θα πρέπει να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης.

Δεύτερον, πώς μπορούμε να καθορίσουμε την αρμοδιότητα της κυβέρνησης της Ένωσης και των κυβερνήσεων κάθε Δημοκρατίας, όσον αφορά τον έλεγχο των οργανισμών της Ένωσης;

Τρίτον, πώς μπορεί να διατηρηθεί η πραγματική συμμετοχή κάθε δημοκρατίας στην κυβέρνηση της Ένωσης;

Όπως είναι γνωστό, το πρώτο ζήτημα επιλύθηκε με τη δημιουργία κοινών κομισαριάτων της Ένωσης για τους τομείς των στρατιωτικών, εξωτερικών υποθέσεων, εξωτερικού εμπορίου και σιδηροδρόμων, ταχυδρομείου και τηλέγραφου. Οι επίτροποι αυτών των πέντε κομισαριάτων θα υπάρχουν μόνο στο επίπεδο του Επιτροπάτου των Λαών ολόκληρης της Ένωσης, ενώ οι επιμέρους δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσικής ΣΣΟΔ, θα έχουν μόνο τους πληρεξούσιούς τους, εντός αυτών των κομισαριάτων. Οι επίτροποι αυτών των πέντε κομισαριάτων θα έχουν το δικαίωμα να εκδίδουν επιχειρησιακές οδηγίες απευθείας και προς τα τοπικά γραφεία τους. Όλες οι νομοθετικές πράξεις που αφορούν αυτούς τους επιτρόπους της Ένωσης θα συγκεντρωθούν στους οργανισμούς της Ένωσης.

Αυτό σημαίνει μήπως ότι αυτές οι δημοκρατίες, με την εισαγωγή των Παν-Ενωσιακών κομισαριάτων, θα χάσουν το δικαίωμα να εκδίδουν τις δικές τους αποφάσεις; Αυτό σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις των διαφόρων δημοκρατιών δεν θα έχουν κανένα μερίδιο στον έλεγχο των τομέων και των υποθέσεων αυτών των κομισάριων;

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το ζήτημα των σιδηροδρόμων. Ο έλεγχος ενός τεράστιου δικτύου 60.000 βερστίων18Μια παρωχημένη στις μέρες μας Ρωσική μονάδα μέτρησης: ένα βέρστι = 1066 μέτρα. (Σ.τ.Μ.) δεν μπορεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός μόνο Κομισαριάτου. Πέραν αυτού, οι σιδηρόδρομοι, οι οποίοι αποτελούν μέσο για την ανάπτυξη της οικονομικής ζωής, πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμοι στους τοπικούς οικονομικούς οργανισμούς. Φυσικά, θα έρθει η στιγμή που οι σιδηρόδρομοι θα χωριστούν και πάλι σε δύο κατηγορίες:

Το ένα στο επίπεδο της Ένωσης, και το άλλο με τοπικό ενδιαφέρον.

Το πρώτο θα τεθεί υπό την εξουσία της Λαϊκής Επιτροπής Επικοινωνιών, το δεύτερο υπό το Συμβούλιο των Λαϊκών Κομισαρίων των διαφόρων δημοκρατιών. Ίσως αυτό να μην συμβεί αμέσως, αλλά μπορούμε από τώρα να πούμε ότι η κατασκευή των νέων δικτύων θα γίνει υπό την αιγίδα των δημοκρατιών.

Τα ίδια σχόλια μπορούν να γίνουν και για τις τηλεγραφικές και τηλεφωνικές υπηρεσίες. Υπάρχει ήδη μια ισχυρή τάση προς την αποκέντρωση του τηλεφωνικού δικτύου. Αυτό το είδος λύσης στο ζήτημα των μεταφορών και των επικοινωνιών θα πρέπει να ικανοποιεί τόσο το γενικό συμφέρον όσο και τα τοπικά συμφέροντα.

Από τη μία πλευρά, σημαίνει ενιαίο σχέδιο και ενιαία πολιτική τιμολόγησης· από την άλλη πλευρά, υπάρχει το ενδιαφέρον των τοπικών οργανισμών να παρουσιάσουν προβλήματα σχετικά με τις μεταφορές και τις εθνικές επικοινωνίες που θέλουν να θέσουν σε ένα ορισμένο τοπικό επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για τα προβλήματα του στρατιωτικού ελέγχου, του εξωτερικού εμπορίου και των εξωτερικών υποθέσεων, στα οποία μια ολόκληρη σειρά τομέων θα πρέπει να αφεθεί στην πρωτοβουλία μεμονωμένων δημοκρατιών. Αυτό το ζήτημα δεν θα επιλυθεί από το σύνταγμα αλλά από συγκεκριμένα νομοθετήματα και κανονισμούς που θα αναπτυχθούν από το κάθε Κομισαριάτο. Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι αυτές οι ρυθμίσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και όχι του γραφειοκρατισμού.

Τα κοινά παν-Ενωσιακά κομισαριάτα της οικονομίας, του ανεφοδιασμού, των χρηματοπιστωτικών και της εργατο-αγροτικής επιθεώρησης, αποτελούν μια ειδική κατηγορία κομισαριάτων. Αυτά θα υπάρχουν τόσο στο σύνολο της Ένωσης, όσο και σε τοπικό επίπεδο στις ξεχωριστές δημοκρατίες. Σε παν-Ενωσιακό επίπεδο, όμως, θα καταρτίζουν μόνο ένα γενικό σχέδιο και θα δίνουν τις βασικές οδηγίες. Οι συγκεκριμένες αναλυτικές οδηγίες λειτουργίας τους όμως, θα προέρχονται μόνο από τις εθνικές επιτροπές των επιμέρους δημοκρατιών, οι οποίες θα είναι κατώτερες και υπόλογες στην κεντρική εκτελεστική επιτροπή και στο συμβούλιο των λαϊκών επιτροπών των τελευταίων.

Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία εθνικών κομισαριάτων που υπάρχουν μόνο στο επίπεδο των ξεχωριστών δημοκρατιών. Αυτά καλύπτουν τις εσωτερικές υποθέσεις, τη γεωργία, την υγεία, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλιση. Αλλά σε ό,τι αφορά ειδικά το θέμα της οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, η ανεξαρτησία τής κάθε μεμονωμένης δημοκρατίας βρίσκει ένα όριο μόνο ως προς το ζήτημα της εθνικοποίησης της γης. Όριο που θα παραμείνει απαραβίαστο, διαφορετικά, δεν θα μιλούσαμε πλέον για Σοβιετική δημοκρατία. Ως εκ τούτου, θα υπάρξουν σε παν-Ενωσιακό επίπεδο, ορισμένες βασικές νομοθεσίες σχετικά με τη γη, τον αστικό και ποινικό κώδικα κ.λπ.

Τέλος, φτάνουμε στο τρίτο ερώτημά μας – πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε την πραγματική συμμετοχή των επιμέρους δημοκρατιών στην κυβέρνηση της Ένωσης; Υπάρχουν δύο μηχανισμοί που δίνουν εγγυήσεις για αυτό.

Ο πρώτος είναι η συμμετοχή τους στη λειτουργία των κεντρικών νομοθετικών οργάνων που αναφέραμε παραπάνω, δηλαδή τα δύο σώματα αντιπροσώπων των Παν-Ενωσιακών Σοβιέτ. Τόσο αυτό που εκλέγεται απευθείας από τον λαό όσο και αυτό που θα ορίζεται από τις ξεχωριστές δημοκρατίες. Έτσι, δεν θα διασφαλιστεί μόνο η ταξική, αλλά και η εθνική εκπροσώπηση.

Μια δεύτερη διασφάλιση θα μπορούσε να είναι η δημιουργία τοπικών γραφείων των Παν-Ενωσιακών Κομισαριάτων που θα λειτουργούν σε κάθε δημοκρατία. Σε αυτά οι μεμονωμένες δημοκρατίες θα πρέπει να έχουν τοποθετήσει δικούς τους αντιπροσώπους.

Οι μεμονωμένες Δημοκρατίες θα πρέπει επίσης να έχουν δικούς τους εκπροσώπους σε όσους παν-Ενωσιακούς οργανισμούς λειτουργούν στο εξωτερικό και ασχολούνται με εμπορικά και διπλωματικά ζητήματα. Κάθε ξεχωριστή δημοκρατία, με ιστορικά ανεπτυγμένους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με ένα ξένο κράτος, θα πρέπει να βοηθηθεί και να έχει εκπροσώπους εκεί.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτές είναι οι βασικές αρχές για την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν είναι οριστικές όπως είπαμε. Το γενικότερο πνεύμα που επηρεάζει τα Κομισαριάτα και τα νομοθετήματά τους θα εξαρτηθεί από την προσοχή που θα δώσουν στο εθνικό ζήτημα και στη δομή της κρατικής οργάνωσης που θα επιλεχθεί τελικά σε σχέση με αυτό. Αυτό με τη σειρά του, θα διαδραματίσει ένα πολύ σημαντικό ρόλο για ένα απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα στο μέλλον.

Σε αυτό το άρθρο, συνοψίζω και παρουσιάζω τους προβληματισμούς μου για το εθνικό ζήτημα στην ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης. Σύντομα θα ήθελα να έχω στο Chervonyi Shlyakh19Κοινωνικοπολιτικό μηνιαίο θεωρητικό περιοδικό του ΚΚ Ουκρανίας που εκδίδονταν στο Χάρκοβο. (Σ.τ.Μ.) την ευκαιρία για να ασχοληθώ πιο εκτεταμένα με τον τρόπο, με τον οποίο το εθνικό ζήτημα επηρεάζει την εσωτερική ανάπτυξη της Ουκρανικής Δημοκρατίας.

Υποσημειώσεις[+]