ΟΣΒΑΛΝΤΟ ΚΟΤΖΙΟΛΑ
Ο ΤΡΟΤΣΚΥ, Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ
[Σεμινάριο πάνω στο Φασισμό με μια Συγκριτική Προοπτική –Πανεπιστήμιο Tζαντβαπούρ – Καλκούτα, Iνδία, 2009.
O Osvalto Cogiolla είναι Aργεντίνος μαρξιστής, μέλος του Partido Obrero, και καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο της Bραζιλίας]
Mέρος 2ο
Με το θάνατο του Χίντεμπουργκ, ο Χίτλερ άρχισε να ενισχύει αυτές τις εξουσίες μαζί με τις αρμοδιότητες της Καγκελαρίας. Οι απεριόριστες εξουσίες, που επέτρεπαν την παραβίαση του Συντάγματος, ανανεώθηκαν το 1934 και το 1937: ο όρκος πίστης στον Φύρερ έγινε υποχρεωτικός για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, συμπεριλαμβανομένων και των υπουργών. Στη συνέχεια οι Landtag (Συνελεύσεις) και τα Reichrat (συμβούλια του Ράιχ) καταργήθηκαν: ο νόμος της Gleichhaltung συνδύασε τους νόμους των κρατιδίων με του Ράιχ. Οι Staatshalter αντικατέστησαν τις κυβερνήσεις των Länder (κρατιδίων), οι δήμαρχοι διορίζονταν από την εκτελεστική εξουσία και ο ίδιος κανόνας ίσχυε και για τους δημάρχους των πόλεων. Το NSDAP ως κόμμα, επίσης είχε συγκεντρωτική οργάνωση: 32 Gaulen (περιφέρειες), με επικεφαλής έναν Gauleiter [Γκαουλάιτερ], που διαιρούνταν σε κύκλους, ομάδες, πυρήνες και μπλοκ. Αναπτύχθηκαν και παράλληλες οργανώσεις, όπως η Hitlerjugend (χιτλερική νεολαία), οι ενώσεις φοιτητών, δασκάλων, δικηγόρων. Tα SA σχεδόν καταστράφηκαν μετά τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» (Ιούνιος του 1934), όπου ο Χίτλερ δολοφόνησε τους ηγέτες τους, συμπεριλαμβανομένου και του Ερνστ Ρεμ. Ως αντάλλαγμα ενέκρινε προνόμια στα SS, των οποίων επικεφαλής ήταν ο Χίμλερ, αρχικά απλά σωματοφύλακας του Χίτλερ: 200.000 άνδρες το 1936, με μονάδες «εσωτερικής αποστολής» (στα στρατόπεδα συγκέντρωσης) και ελίτ στρατιωτικές μονάδες των Waffen SS. Τα SS ήταν ένα ειδικό αστυνομικό σώμα (SD), με επικεφαλής τον Χάιντριτς, που φρόντιζε την αστυνομία του ίδιου του Ράιχ.[4]
Η αστυνομία αναδιοργανώθηκε: η αντικατασκοπεία (Abwehr) με τον Κανάρις, η ασφάλεια, η ποινική αστυνομία η κρατική μυστική αστυνομία (Γκεστάπο). Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεννήθηκαν και αυξήθηκαν πολύ γρήγορα: υπήρχαν «μονάχα» 50 υπό τον έλεγχο των SA αλλά στα χέρια των SS αυξήθηκαν στα 100 το 1943, κάτι που γιορτάστηκε με τρία στρατόπεδα από εκείνη την εποχή: Νταχάου, Μπούχεβαλντ και Sachsenhausen. Είχαν ένα εκατομμύρια φυλακισμένους (αρχικά πολιτικούς αντιπάλους, αλλά σύντομα και Εβραίους, Τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους…) υπό τις διαταγές των Κάπος. Απίστευτο γεγονός: τα στρατόπεδα πρόσφεραν μια τεράστια ελεύθερη εργατική δύναμη για τη μεγάλη ιδιωτική βιομηχανία (Krupp, Mercedes Benz, Volkswagen, Thyssen). Η εργασία ενός ατόμου κόστιζε 70 λεπτά την ημέρα και παρήγαγε έξι μάρκα (το μέσο ποσοστό του κέρδους και η συσσώρευση κεφαλαίου αυξήθηκε λοιπόν γεωμετρικά)…
Η δικαιοσύνη έχασε κάθε αυτονομία και αντικαταστάθηκε από τα «λαϊκά δικαστήρια». Ο υπουργός προπαγάνδας (Γκέμπελς) ήλεγχε τα Μ.Μ.Ε., την έκδοση βιβλίων, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, τομείς που είχαν να κάνουν με τη μαζική «κάθαρση». Οι «δημιουργοί» και οι δημοσιογράφοι λάμβαναν ακριβείς οδηγίες: οι βιβλιοθήκες υπέστησαν επιδρομές [razzias] (20.000 τόμοι κάηκαν μόνο στις 10 Μάη του 1933). Υπήρχε επίσης και μια Δαντική «εκκαθαριστική δίωξη» στην εκπαίδευση: ρατσισμός, αναθεώρηση των σχολικών κειμένων και εγχειριδίων, οδηγίες για μαθητές, φοιτητές, και καθηγητές στους οργανισμούς. Οι οργανώσεις νεολαίας άρχισαν να εντάσσουν και παιδιά από οκτώ χρονών και πάνω ενώ σύντομα με νόμο άρχισε να εγκρίνεται η στείρωση ορισμένων ατόμων ή ομάδων.
Η περιουσία των συνδικάτων πέρασε στο «Εργατικό Μέτωπο», υπό τη διεύθυνση του Ρόμπερτ Λέυ: η προσχώρηση στο «Μέτωπο» ήταν υποχρεωτική για τα συνδικάτα. Τον Ιανουάριο του 1934 δημοσιεύθηκε ο «νόμος για την εθνική οργάνωση της εργασίας». Το «Μέτωπο» διαιρέθηκε σε 22 ομάδες. Τα συνδικάτα έπρεπε να γίνουν τα εργαλεία της κοινωνικής πολιτικής του καθεστώτος. Οι χώροι εργασίας έπρεπε να εκλέγουν «αντιπροσώπους» από μια λίστα, την οποία υπέβαλλε ο διευθυντής. Οι απεργίες απαγορεύονταν: τα «εργατικά δικαστήρια» άρχισαν να επιβάλλουν κυρώσεις και εισήγαγαν την «Εργατική Θητεία» για ένα χρόνο και για τα δυο φύλα. Ο ελεύθερος χρόνος επίσης οργανώνονταν από την KDF («Δύναμη μέσω της Χαράς»…).[5]
Ο Hjalmar Schacht, ο άνθρωπος του μεγάλου κεφαλαίου, διορίστηκε πάλι υπουργός οικονομίας (1934-37): μια δεκαετία πριν είχε την οικονομική ευθύνη της Δημοκρατίας (της Βαϊμάρης) και στη συνέχεια έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου ως το 1943. Υποστήριξε την επανεκκίνηση της παραγωγής με το μπλοκάρισμα του ξένου κεφαλαίου, «την υποκατάσταση των εισαγωγών» και μια βραχύβια πιστωτική πολιτική. Επίσης υποστήριξε την πολιτική δημοσίων έργων μεγάλης κλίμακας, που απορρόφησαν έναν τεράστιο αριθμό ανέργων. Οι μισθοί όμως είχαν επίσης μπλοκαριστεί. Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ευνοούσε την μαζική ευνοιοκρατία, με το Κράτος να αναλαμβάνει τους μη κερδοφόρους βασικούς τομείς, ειδικά της βιομηχανίας όπλων: ατσάλι, μέταλλο (Hermann Goering Werke). Υπήρχε επίσης μαζική έξοδος προς την ύπαιθρο χάρη σε κίνητρα για αγροτική παραγωγή καθώς και επαναφορά των προστίμων και των σωματικών τιμωριών στα στρατόπεδα, μισθοί σε είδος, καθώς και προσφορά εργατικής δύναμης (Εργατική Θητεία).
Η παραγωγή αυξήθηκε γρήγορα από ένα δείκτη 100 το 1932 σε 225 το 1939 (διπλασιασμός σε λιγότερο από επτά χρόνια με «ελεγχόμενο πληθωρισμό». Για τον έλεγχό του, ακολουθήθηκε η αυξανόμενη ζήτηση για την παραγωγή όπλων (πρελούδιο στην πραγματικότητα του κατακτητικού [B’ Παγκοσμίου] πολέμου). Στη συνέχεια ενισχύθηκαν τα μονοπώλια, τα κέρδη αυξήθηκαν κατά 250% αλλά οι τιμές αυξήθηκαν κατά 25%. Οι πραγματικοί μισθοί έπρεπε να μειωθούν: η νεολαία, που δεν ήταν πια άνεργη, αναγκάστηκε να τεθεί υπό τον ζυγό της υποχρεωτικής εργασίας. Το αρχικό «αντικαπιταλιστικό» πρόγραμμα περιορίστηκε στην απαλλοτρίωση των καπιταλιστών… Εβραίων (για την ενθάρρυνση άλλων καπιταλιστών, «της Αρείας Φυλής»), και την εθνικοποίηση των ζημιογόνων βιομηχανιών, που ήταν σημαντικές για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας.[6]
Οι σύγχρονοι του Τρότσκι εκτίμησαν την ανάλυσή του για την άνοδο του Ναζισμού για την εκπληκτική διαύγειά της και την διέδωσαν σε ευρεία κλίμακα[7] αλλά λίγοι συνειδητοποιούν ότι αυτή η ανάλυση αποτελεί μέρος ενός γενικότερου θεωρητικού σώματος για την ιστορική εποχή στην οποία αναφερόμαστε, την «εποχή της διαρκούς επανάστασης». Κάθε θεωρία της επανάστασης είναι επίσης μια θεωρία της αντεπανάστασης. Ο Τρότσκι περιέγραψε απλώς τις συνέπειες, για την ανθρώπινη κοινωνία και τον πολιτισμό, του νέου ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, όπως ορίστηκε από τον Λένιν το 1916, όταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στο απόγειό του, ως μια «εποχή πολέμων και επαναστάσεων», μια «εποχή αντίδρασης σ’ όλη της την έκταση». Η σύνθεση του Τρότσκι είχε ως εξής: «…ο πόλεμος [ξέσπασε] μαζί με μια σειρά από σπασμούς, κρίσεις, καταστροφές, επιδημίες και θηριωδίες. Η οικονομική ζωή της ανθρωπότητας έφτασε σε αδιέξοδο. Οι ταξικοί ανταγωνισμοί οξύνθηκαν και έγιναν πιο ωμοί. Οι ασφαλιστικές δικλείδες της δημοκρατίας άρχισαν να τινάζονται, η μια μετά την άλλη, στον αέρα. Τα στοιχειώδη ηθικά αξιώματα αποδείχτηκε πως ήταν πιο εύθραυστα από τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις ρεφορμιστικές αυταπάτες. Το ψέμα, η συκοφαντία, η εξαχρείωση, η δωροδοκία, ο καταναγκασμός, ο φόνος, έλαβαν πρωτοφανείς διαστάσεις. Σ’ έναν ζαλισμένο και αφελή, όλα αυτά τα εξοργιστικά φαινόμενα φαίνονταν σαν το προσωρινό αποτέλεσμα του πολέμου. Στην πραγματικότητα αποτελούν εκδηλώσεις της ιμπεριαλιστικής παρακμής. Η σήψη του καπιταλισμού δείχνει τη σήψη της σύγχρονης κοινωνίας μαζί με το δίκαιο και τις ηθικές αρχές της».[8]
Η μεταμόρφωση του «σχετικά αντιδραστικού καθεστώτος» του ελεύθερου ανταγωνισμού στο «απόλυτα αντιδραστικό καθεστώς» του μονοπωλίου, στέρησε από την παγκόσμια επέκταση του κεφαλαίου κάθε ίχνος ιστορικής προόδου, με καταστροφικές συνέπειες για τις χώρες που βρίσκονταν πιο πίσω: «Eνώ καταστρέφει τη δημοκρατία στις παλιές μητροπολιτικές χώρες του κεφαλαίου, ο ιμπεριαλισμός εμποδίζει ταυτόχρονα την άνοδο της δημοκρατίας στις καθυστερημένες χώρες. Το γεγονός ότι στη νέα εποχή ούτε μια από τις αποικίες ή μισοαποικίες δεν έχει ολοκληρώσει τη δημοκρατική επανάστασή της -πρώτα απ’ όλα στον τομέα των αγροτικών σχέσεων- οφείλεται εξ ολοκλήρου στον ιμπεριαλισμό, που έχει μετατραπεί στην κύρια τροχοπέδη της οικονομικής και πολιτικής προόδου. Με τη λεηλασία του φυσικού πλούτου των καθυστερημένων χωρών και με τον σκόπιμο περιορισμό της ανεξάρτητης βιομηχανικής ανάπτυξής τους, οι μεγιστάνες των μονοπωλίων και οι κυβερνήσεις τους παρέχουν ταυτόχρονα οικονομική, πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη στις πιο αντιδραστικές, παρασιτικές, ημιφεουδαρχικές ομάδες των ντόπιων εκμεταλλευτών. Η τεχνητά συντηρούμενη αγροτική βαρβαρότητα είναι στις μέρες μας η πιο απειλητική μάστιγα της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας. O αγώνας των αποικιακών λαών για την απελευθέρωσή τους, πηδώντας πάνω από ενδιάμεσα στάδια, μεταμορφώνεται αναγκαστικά σε αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, και έτσι ευθυγραμμίζεται με την πάλη του προλεταριάτου στις μητροπόλεις. Οι αποικιακές εξεγέρσεις και οι πόλεμοι με τη σειρά τους κλονίζουν τα θεμέλια του καπιταλιστικού κόσμου περισσότερο από ποτέ και καθιστούν το θαύμα της αναγέννησής του ολοένα και λιγότερο δυνατό».[9]
Για την ανάλυση των πολιτικών συνεπειών της νέας εποχής, που οξύνθηκαν από τον παγκόσμιο πόλεμο και την γενική κρίση του καπιταλισμού το 1929, ο Τρότσκι έπρεπε να αναπτύξει περαιτέρω τη θεωρία της ανισόμερης ανάπτυξης του καπιταλισμού και όπως την πρώτη φορά που επεξεργάστηκε τη «διαρκή επανάσταση», ήρθε αντιμέτωπος και πάλι με τον Μαρξ ο οποίος, σύμφωνα με τον Τρότσκι, «σκιαγράφησε αρκετά μονομερώς τη διαδικασία της διάλυσης των ενδιάμεσων τάξεων, ως μια ολοκληρωτική εκπρολεταριοποίηση των βιοτεχνών, των μικρεμπόρων και των αγροτών». Η καπιταλιστική κρίση, η εποχή των μονοπωλίων, όμως, είχε απρόβλεπτες συνέπειες: «Ο καπιταλισμός είχε καταστρέψει την μικροαστική τάξη με πολύ γρηγορότερο ρυθμό από την προλεταριοποίησή της. Επιπλέον, το αστικό κράτος είχε εδώ και καιρό κατευθύνει συνειδητά την πολιτική του προς την τεχνητή διατήρηση των μικροαστικών στρωμάτων». Οι πολιτικές συνέπειες αυτής της διαδικασίας της σύγχρονης αντεπανάστασης ήταν τεράστιες: «Αν το προλεταριάτο για τον έναν ή τον άλλο λόγο, αποδειχθεί ανίκανο να ανατρέψει μ’ ένα τολμηρό χτύπημα την ξεπερασμένη αστική τάξη, τότε το χρηματιστικό κεφάλαιο στην πάλη για τη διατήρηση της ασταθούς κυριαρχίας του δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να μετατρέψει την καταστραμένη και εξαχρειωμένη μικροαστική τάξη σ’ ένα πογκρομιστικό φασιστικό στρατό. Ο αστικός εκφυλισμός της Σοσιαλδημοκρατίας και ο φασιστικός εκφυλισμός της μικροαστικής τάξης αλληλοσυνδέονται ως αίτιο και αιτιατό».[10]
Ωστόσο, η σχέση «αιτίου και αιτιατού» δεν σημαίνει ότι η Σοσιαλδημοκρατία και ο Ναζισμός ήταν «δίδυμοι», μια ιδέα που χρησιμοποιήθηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή ως βάση για τη θεωρία του «σοσιαλφασισμού», αρνούμενη κάθε δυνατότητα προλεταριακής ενότητας και νίκης επί του Ναζιστικού φασισμού. Ενώ τα «Σταλινοποιημένα» Κομμουνιστικά κόμματα θεωρούσαν τη Ναζιστική νίκη ως το «μικρότερο κακό», ο Τρότσκι είχε ήδη προειδοποιήσει για την φρικιαστική πρωτοτυπία του νέου είδους αντεπανάστασης το 1932: Ο φασισμός «στήνει στα πόδια τους εκείνες τις τάξεις που βρίσκονται αμέσως πάνω από το προλεταριάτο και που τρέμουν ότι θ’ αναγκαστούν να βρεθούν στις γραμμές του, τις οργανώνει και τις στρατιωτικοποιεί με δαπάνες του χρηματιστικού κεφαλαίου, υπό το κάλυμμα της επίσημης κυβέρνησης… Ο φασισμός δεν είναι απλά ένα σύστημα αντιποίνων, κτηνώδους βίας και αστυνομικής τρομοκρατίας. Ο φασισμός είναι ένα ιδιαίτερο κυβερνητικό σύστημα που βασίζεται στο ξερίζωμα όλων των στοιχείων προλεταριακής δημοκρατίας στο εσωτερικό της αστικής κοινωνίας».[11]
Η βασική επαναστατική φύση του θα οδηγούσε τον Τρότσκι, σε κάθε περίπτωση, να αντιταχθεί στην Σταλινική πολιτική πριν από την Ναζιστική εξέγερση αλλά δεν περιοριζόταν σ’ αυτό, χάρη στη θεωρητική κατανόηση του φαινομένου. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Πέρι Άντερσον να δηλώσει με θαυμασμό: «Απομονωμένος πάνω σ’ ένα Τουρκικό νησί, έγραψε, με μια ορισμένη απόσταση από τα γεγονότα, μια σειρά κειμένων πάνω στην άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία, ως μελέτες μιας συγκεκριμένης πολιτικής. Έχουν μια ποιότητα απαράμιλλη σε όλο το εύρος του ιστορικού υλισμού. Ο ίδιος ο Λένιν δεν δημιούργησε ποτέ κάποιο έργο συγκρίσιμου βάθους και πολυπλοκότητας σε αυτό τον τομέα. Πράγματι, τα γραπτά του Τρότσκι πάνω στον Γερμανικό φασισμό αποτελούν την πρώτη Μαρξιστική ανάλυση του καπιταλιστικού κράτους του 20ου αιώνα – της εγκαθίδρυσης της Ναζιστικής δικτατορίας».[12]
Ο Τρότσκι δεν είχε καμιά σύγχυση, πολύ περισσότερο δεν σαγηνεύτηκε από την φτηνή και φανταχτερή μηχανή των συμβόλων και τελετουργιών που περιέβαλλαν τον μύθο του Φύρερ: «Στην αρχή της πολιτικής του καριέρας, ο Χίτλερ ξεχώρισε ίσως μόνο επειδή είχε ισχυρότερο ταμπεραμέντο, δυνατότερη φωνή, βεβαιότερη για τον εαυτό της διανοητική μετριότητα. Δεν πρόσφερε στο κίνημα κανένα άλλο πρόγραμμα, εκτός από τη δίψα του προσβεβλημένου για εκδίκηση στρατιώτη.(…) Στη χώρα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι κατεστραμμένοι, ναυαγισμένοι, με ουλές και νέους μώλωπες. Kαθένας τους ήθελε να χτυπήσει τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. O Χίτλερ ήξερε να το κάνει καλύτερα από τους άλλους. Eίναι αλήθεια, δεν ήξερε πώς να γιατρέψει το κακό. Aλλά οι ρητορείες του αντηχούσαν άλλοτε σαν διαταγές κι άλλοτε σαν προσευχές που απευθύνονταν σε μια άτεγκτη μοίρα. Όπως οι απελπισμένοι ασθενείς, οι καταδικασμένες τάξεις δεν κουράζονται να παραλλάσσουν τα μοιρολόγια τους, ούτε και ν’ ακούνε παρηγόριες. Όλοι οι λόγοι του Χίτλερ είναι οικοδομημένοι σ’ αυτόν τον τόνο. Συναισθηματική αμορφία, απουσία πειθαρχημένης σκέψης, η άγνοια συνδυασμένη με φανταχτερά διαβάσματα – όλα αυτά τα μείον μετατράπηκαν σε συν.(…) Ο φασισμός ανέβασε στην πολιτική το βούρκο της κοινωνίας. Όχι μόνο στα σπίτια των χωρικών αλλά και στους ουρανοξύστες των πόλεων, πλάι στον εικοστό αιώνα, ζούνε ακόμα σήμερα ο δέκατος και ο δέκατος τρίτος αιώνας».[13]
Τελικά, η καπιταλιστική αντεπανάσταση και η αντεπανάσταση του «Εργατικού Κράτους» (η Σταλινική ΕΣΣΔ) ανταποκρίνονταν στο ίδιο απολυταρχικό μοτίβο χαρακτηριστικό για τις ανάγκες υπεράσπισης του παγκόσμιου κεφαλαίου στην περίοδο της παρακμής του: «Η ‘σύνθεση’ της ιμπεριαλιστικής αχρειότητας είναι ο φασισμός, που οφείλεται άμεσα στην χρεοκοπία της αστικής δημοκρατίας μπροστά στα προβλήματα της ιμπεριαλιστικής εποχής. Υπολείμματα της δημοκρατίας συνεχίζουν ακόμα να υπάρχουν μόνο στις πλούσιες καπιταλιστικές αριστοκρατίες: για κάθε «δημοκράτη» στην Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, υπάρχει ένας ορισμένος αριθμός αποικιακών σκλάβων. Οι ‘60 Οικογένειες’ κυριαρχούν στη δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών κ.ο.κ. Επιπλέον, βλαστοί φασισμού αναπτύσσονται γρήγορα σε όλες τις δημοκρατίες. Ο Σταλινισμός με τη σειρά του είναι το προϊόν της ιμπεριαλιστικής πίεσης πάνω στο καθυστερημένο και απομονωμένο εργατικό κράτος, ένα συμμετρικό συμπλήρωμα από μόνος του στο φασισμό».[14]
Πολύ πριν από τη γέννηση της «σημειολογίας», ο Τρότσκι προειδοποιούσε: «Αν ο δρόμος προς τον παράδεισο είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, τότε οι λεωφόροι του Τρίτου Ράιχ είναι στρωμένοι με σύμβολα», καθώς «ο κάθε εξοργισμένος μικροαστός δεν θα μπορούσε να γίνει Χίτλερ αλλά ένα ψήγμα Χίτλερ υπάρχει μέσα σε κάθε εξαγριωμένο μικροαστό».[15]
Ο Τρότσκι όχι μόνο προέβλεψε το Ναζισμό στα ουσιώδη χαρακτηριστικά του και τις χειρότερες συνέπειές του αλλά επίσης τον απομυθοποίησε στην ίδια ανάλυση. Με αυτόν τον τρόπο, ο Τρότσκι όχι μόνο βοήθησε να σωθεί από την ολοκληρωτική χρεοκοπία η Μαρξιστική θεωρία στους «σκοτεινούς καιρούς», όπως ανέφερε ο Πέρι Άντερσον, αλλά ίσως επίσης να έσωσε και τη διαδικασία κοινωνικής σκέψης, από τη βαρβαρότητα που επισφράγιζε τα λίκνα του Δυτικού πολιτισμού.
Yποσημειώσεις
[4] Ian Kershaw, The Nazi Dictatorship, Problems and Perspectives of Interpretation, (London, 1985, 4η έκδοση. 2000)
[5] Norbert Frei, Der Führerstaat: Nationalsozialistische Herrschaft 1933 Bis 1945, Dtv (Το Κράτος του Φύρερ 1933-1945. Oxford, 1993) .
[6] Charles Bettelheim, LΪÉconomie Allemande sous le Nazisme, Paris, François Maspéro, 1971.
[7] Έτσι π.χ., τον Ιανουάριο του1933, στη Βραζιλία, ο Μάριο Πεντρόζα μετέφρασε και έκδοσε μια συλλογή άρθρων του Τρότσκι που γράφτηκαν την περίοδο του 1931-32 και τα οποία επανεκδόθηαν το 1979 υπό τον τίτλο Revoluçio e Contra-Revoluçio na Alemanha, Sao Paulo, Ciências Humanas.
[8] Λέον Τρότσκι, Η Ηθική τους και η Ηθική μας, Pathfinder Press (NY); 5η έκδοση (1 Ιανουαρίου, 1973).
[9] Λέον Τρότσκι, Ο Μαρξισμός στην Εποχή μας, εισαγωγή στο βιβλίο Η Ζωντανή Σκέψη του Καρλ Μαρξ, που βασίζεται στο Κεφάλαιο: Μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, όπως παρουσιάζεται από τον Λέον Τρότσκι, Longmans, 1939
[10] Λέον Τρότσκι, Ενενήντα Χρόνια από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, The New International [Νέα Υόρκη], Τόμος IV No.2, Φεβρουάριος 1938.
[11] http://www.marxists.org/archive/trotsky/germany/1932-ger/next01.htm
Λέον Τρότσκι. Και Τώρα: Ζωτικά ζητήματα για το Γερμανικό Προλεταριάτο, Ιανουάριος 1932.
[12] Perry Anderson, Considerations on Western Marxism, Verso (16 Σεπτέμβρη, 1976).
[13] Λέον Τρότσκι, Τι Είναι Εθνικοσιαλισμός; The Modern Thinker, Οκτώβριος 1933
[14] Λέον Τρότσκι, Η Ηθική Τους και η Ηθική Μας. The New International, Τόμος IV No.6, Ιούνιος 1938.
[15] Λέον Τρότσκι, Τι Είναι Εθνικοσιαλισμός; The Modern Thinker, Οκτώβριος 1933
Νέα Προοπτική τεύχος #527# Σάββατο 26 Μάη 2012